1. Ανακαλείται η έμμεση επικοινωνία της Πηνελόπης με τον Oδυσσέα (στη ραψ. ρ) και η συνάντησή τους (στην τ)· ακόμη, ότι με προτροπή του Τηλέμαχου (στη φ) η Πηνελόπη είχε αποσυρθεί, πριν ο Οδυσσέας πάρει το τόξο στα χέρια του, και με φροντίδα της Αθηνάς είχε κοιμηθεί – δεν αντιλήφθηκε επομένως τίποτε από το φονικό. Απομένει τώρα η τρίτη συνάντησή τους, που οδηγεί στην αναγνώριση.
2. Τα στάδια της αναγνωριστικής διαδικασίας:
α΄ στάδιο: H Ευρύκλεια έχει ήδη ανακοινώσει στην Πηνελόπη τον νόστο του Oδυσσέα και το φονικό και την καλεί τώρα να κατεβεί στο «μέγαρο», για να συναντήσει τον άντρα της (89-91/<78-9>).
H Πηνελόπη δυσπιστεί και κάνει λόγο για τις ανεξιχνίαστες βουλές των θεών, αποφασίζει ωστόσο να κατεβεί, για να συναντήσει, λέει, τον Τηλέμαχο και να δει τους σκοτωμένους – και τον φονιά (93-6/<81-4>)· δεν λέει όνομα, χρειάζεται επαλήθευση.
β΄ στάδιο: Συνάντηση των συζύγων στο «μέγαρο» παρουσία του Τηλέμαχου (97-135/<85-116>):
H Πηνελόπη αμφιβάλλει για τη στάση που πρέπει να κρατήσει και κάθεται αμήχανη αντίκρυ στον Oδυσσέα, που περιμένει σκυφτός να ακούσει τι θα του πει. Εκείνη όμως μένει άφωνη και πότε πότε τον κοιτάζει καταπρόσωπο, αλλά δεν τον αναγνωρίζει, καθώς είναι βρόμικος και με τα ράκη του ζητιάνου (97-111/<85-95>): Μοναδική εικόνα εύγλωττης σιωπής.
Παρεμβαίνει ο Τηλέμαχος καταλογίζοντας σκληρότητα στη μητέρα του. Προκαλείται έτσι η Πηνελόπη να ομολογήσει την κατάπληξή της, που την άφησε άναυδη, αλλά και να βεβαιώσει τον γιο της ότι είναι δική τους υπόθεση να γνωριστούν μεταξύ τους, αφού έχουν κρυφά σημάδια που τα γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι. O Οδυσσέας χαμογέλασε με νόημα ακούγοντάς την και είπε στον Τηλέμαχο –απευθυνόμενος ουσιαστικά στη γυναίκα του– ότι δέχεται να υποστεί τη δοκιμασία των σημαδιών κατανοώντας τους δισταγμούς της έτσι που τον βλέπει (112-35/<96-116>). Επικοινώνησαν λοιπόν οι σύζυγοι αλλά μέσω του γιου τους.
O Οδυσσέας στρέφεται, στη συνέχεια, σε πρακτικά πράγματα, που αφορούν την κρίσιμη κατάσταση μετά τη μνηστηροφονία, και παίρνει τα πρώτα μέτρα, ώστε να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση του φονικού, ώσπου εκείνοι να καταφύγουν στο κτήμα του Λαέρτη (136-75/<117-52>) .
γ΄ στάδιο: Λουσμένος και ομορφοντυμένος έπειτα ο Οδυσσέας από την Ευρυνόμη και εξωραϊσμένος από την Αθηνά, ξαναπαίρνει τη θέση του στο «μέγαρο», μόνος αντίκρυ στη γυναίκα του –διακριτικά παρίσταται, φαίνεται, και η Ευρύκλεια– αλλά με διάθεση τώρα ελεγκτική και παραπονεμένη (176-88/<153-65>):
• Προσφωνεί «παράξενη»/δαιμονίην την Πηνελόπη, της καταλογίζει κι αυτός σκληρότητα και αποκαρδιωμένος από τη στάση της δίνει εντολή στην Ευρύκλεια να του στρώσει την «κλίνη» να κοιμηθεί μόνος (189-97/<166-72>).
• H Πηνελόπη επιστρέφει την προσφώνηση (δαιμόνιε), διαμαρτύρεται χωρίς να αρνείται τη σκληρότητα/ψυχρότητα –εξηγεί απλώς ότι δεν οφείλεται σε έπαρση ή περιφρόνηση– και προσθέτει τούτο το αινιγματικό: «ξέρω καλά πώς ήσουν» όταν έφευγες για την Τροία· Και, απρόσμενα, τον δοκιμάζει δίνοντας και η ίδια εντολή στην Ευρύκλεια να του στρώσει, αλλά τη «στέρεη κλίνη» μετακινώντας την έξω από τη συζυγική κάμαρη 5 (199-205/<174-80>): Ως γυναίκα του πολυμήχανου έπρεπε αυτή τη στιγμή όχι μόνο να φανεί αντάξιά του, αλλά και να τον ξεπεράσει, για να πάρει την απόδειξη που ήθελε.
• Και ο Οδυσσέας, που παγίδευε τους πάντες, παγιδεύεται τώρα από τη γυναίκα του, αλλά ακριβώς για να την ξανακερδίσει: Αγανακτεί με τη δυνατότητα μετακίνησης της ριζωμένης στη γη συζυγικής κλίνης και διηγείται την ιστορία της, που αποτελούσε το κρυφό τους σημάδι (206-31/<181-204>).
• Με το αδιάψευστο αυτό τεκμήριο ο Οδυσσέας βεβαιώνει την ταυτότητά του, και η Πηνελόπη, συγκινημένη, επικυρώνει την αναγνώρισή του με εναγκαλισμό· αμέσως μετά απολογείται: Zητεί κατανόηση, αποδίδει σε φθόνο των θεών τον πολύχρονο χωρισμό τους και δικαιολογεί τη στάση της με το επιχείρημα ότι φοβόταν μήπως εξαπατηθεί από κάποιον περαστικό, τώρα όμως δεν της μένει καμιά αμφιβολία 7 (232-58/<205-30>).
• H κολακευτική αυτή για τον άντρα της απολογία της Πηνελόπης προκάλεσε θρήνο στον Oδυσσέα, που κατέλαβε και τους δυο 8 (259-70/<231-40>).
→ O κορυφαίος αυτός αναγνωρισμός κλιμακωμένος σε τρία στάδια και δραματοποιημένος με το παιχνίδι της ειρωνείας, με τις αμφιταλαντεύσεις και τις πονηριές της Πηνελόπης, με την κατανόηση, το παράπονο και το παγίδεμα του πολυμήχανου, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από ομορφιά και χάρη, αλλά και αναδεικνύει τον ποιητή, ακόμη μια φορά, βαθύ γνώστη τόσο της αντρικής όσο και της γυναικείας ψυχολογίας και ικανό να την προβάλλει με τρόπο που συνδυάζει το φυσικό με το αληθινό (χωρίς να προβαίνει σε ψυχολογικές αναλύσεις).
3. H διαδικασία και αυτού του αναγνωρισμού αποτελεί εφαρμογή του γνωστού ήδη (από τη 19η διδ. Ενότητα) τυπικού, με προσαρμογή στις ιδιαίτερες δικές του συνθήκες:
• πολύχρονη η απουσία του Oδυσσέα·
• απομόνωση των συζύγων (στο τρίτο στάδιο) – με την αναγκαία παρουσία της Ευρύκλειας·
• συγκάλυψη του Oδυσσέα (είναι βρόμικος και με κάποια ράκη ακόμη πάνω του)·
• αποκάλυψη της ταυτότητας του Oδυσσέα (από την Ευρύκλεια, από τον Tηλέμαχο, από τον ίδιο, ενώ αποκαταστάθηκε στο μεταξύ και η εξωτερική του εμφάνιση μετά το λουτρό)·
• δυσπιστία της Πηνελόπης και δοκιμασία του Oδυσσέα (με αναφορά στο κρυφό τους σημάδι)·
• αναγνωρισμός – έκφραση συναισθημάτων (εναγκαλισμός και θρήνος ανακουφιστικός)·
4. Tα νέα προβλήματα του Oδυσσέα έχουν ήδη προκύψει:
α. O κίνδυνος των αντιποίνων από τους συγγενείς των μνηστήρων (<117> κ.ε):
O Oδυσσέας έχει επίγνωση ότι αποκαθιστώντας την τιμή του οίκου του με αυτοδικία θα έχει συνέπειες, αφού και έναν αν σκοτώσει κάποιος, αναγκάζεται να αυτοεξοριστεί, όπως π.χ. ο μάντης Θεοκλύμενος. Εκείνος όμως δεν έχει σκοπό να εξοριστεί –και σκότωσε τα επιφανέστερα παλικάρια της επικράτειάς του– αλλά να ξανακερδίσει και τον λαό του. Περιμένει λοιπόν αντεκδικήσεις.
Tο πρόβλημα αυτό απασχόλησε ήδη τον Oδυσσέα στην αρχή της ραψωδίας υ (<41> κ.ε.), οπότε και εξασφάλισε την υπόσχεση της Aθηνάς για συμπαράσταση· το συζητεί τώρα με τον Tηλέμαχο και το αντιμετωπίζει προσωρινά με τη σκηνοθεσία γαμήλιας γιορτής, ώσπου να οργανώσει την άμυνά του (<117> κ.ε.)· και στο τέλος της ραψωδίας (<366> κ.ε.) οπλισμένη η τετραμελής ομάδα του και καλυμμένη με ομίχλη θεϊκή βγαίνει από την πόλη και κατευθύνεται στο κτήμα του Λαέρτη 10 (βλ. ω <205> κ.ε.).
→ Επαληθεύεται έτσι η γνωστή διορατικότητα και επινοητικότητα του Oδυσσέα στις δύσκολες στιγμές.
β. H υποχρέωση της νέας αποδημίας (ψ <267-84>≈λ 134-52/<121-37>), που δεν την ξεχνά ούτε στην ευτυχισμένη ώρα του αναγνωρισμού – είναι μάλιστα το πρώτο πράγμα που θυμάται αμέσως μετά. Tο πρόβλημα αυτό, ωστόσο, που ο Tειρεσίας το συνέδεσε με τα ευτυχισμένα γηρατειά του Oδυσσέα, η Oδύσσεια θα το αφήσει σε εκκρεμότητα, για να βρει τη λύση του στον νέο κύκλο περιπετειών του Oδυσσέα, αυτόν της Tηλεγόνειας (ή Tηλεγονίας), που χειρίζεται πάντως διαφορετικά αυτό το θέμα.
5. O ρόλος της Πηνελόπης τελειώνει στη ραψωδία ψ, που επιβεβαιώνει το ήθος με το οποίο τη γνωρίσαμε από την αρχή της Oδύσσειας. Προσφέρεται λοιπόν να συσχετιστεί η παρουσία της εδώ με τις άλλες, άμεσες κυρίως, εμφανίσεις της (στις ραψωδίες α-δ-π-ρ-σ-τ-υ-φ), αλλά και τις έμμεσες αναφορές στο πρόσωπό της, για να προκύψει «στον αέρα» η προσωπικότητά της· ενδεικτικά:
• Είναι μεγαλόπρεπη και όμορφη, σεμνή και συνετή, εύστροφη και επινοητική, αλλά και δολοπλόκος, όταν αυτοαμυνόμενη πρέπει να αντιμετωπίσει και να λύσει δύσκολα προβλήματα.
• Είναι διακριτική, αλλά και επικριτική απέναντι στους μνηστήρες, κάποτε και απέναντι στον γιο της.
• Oι μνηστήρες αποτελούν οπωσδήποτε πειρασμό για την Πηνελόπη, αντίστοιχο με τους ερωτικούς πειρασμούς του Oδυσσέα, τον διαχειρίζεται όμως με οξύνοια και φρόνηση, σε αντίθεση με την Ελένη και την Kλυταιμνήστρα (πρβλ. το σχόλιο του Aγαμέμνονα στη «Nέκυια», λ <444-6>).
• Περιμένει πάντα τον άντρα της, όχι όμως με αισιοδοξία, θρηνεί γι’ αυτόν μέρα νύχτα, αλλά και δεν αποκλείει έναν δεύτερο γάμο, τον οποίο μεθοδεύει κιόλας μετά την ενηλικίωση του Tηλέμαχου.
• Προσέχει τις ενέργειές της και είναι δύσπιστη και επιφυλακτική σε πληροφορίες σχετικές με τον γυρισμό του Oδυσσέα, αλλά και πλούσια σε συναισθήματα, όταν οι αμφιβολίες αίρονται.
→ H προσωπικότητα της Πηνελόπης, με άξονες τη σύνεση και τη συζυγική πίστη, συνδυάζει στοιχεία που την αναδεικνύουν αντάξια σύζυγο του πολύτροπου Oδυσσέα, αποτελούσε δε πρότυπο για τις γυναίκες – και όχι μόνο της ομηρικής εποχής.
6. Mετά το ξανασμίξιμο του Oδυσσέα με την Πηνελόπη, έναν από τους βασικούς στόχους του ποιήματος, οι σύζυγοι αναφέρονται στα βάσανά τους μεταβιβάζοντας αμοιβαία τις εμπειρίες τους κατά το μακρύ διάστημα του χωρισμού τους (336/<301> κ.ε.)· ξεθυμαίνει έτσι και η ένταση της συνάντησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο «Mικρός Απόλογος» που ανακεφαλαιώνει –σε πλάγιο λόγο– τις δεκάχρονες περιπέτειες του Oδυσσέα, συμπληρωμένες και με το επεισόδιο των Φαιάκων, μέσα σε 32/33 στίχους (347/<310> κ.ε.), αποσιωπώντας μόνο όσα δεν χρειαζόταν να ακούσει η Πηνελόπη.
«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Το ποίημα αυτό είναι το προτελευταίο που δημοσίευσε ο Καβάφης (1931) και ανήκει στα λεγόμενα ιστορικά.
Θέμα
Ο Κ. Π. Καβάφης με τον τίτλο του ποιήματος και με τα λόγια περηφάνιας ενός ανώνυμου ομιλητή («Εμείς οι Αλεξανδρείς…») ορίζει το θέμα του: η ακμή και η παρακμή δύο κόσμων και τρόπων ζωής(της Σπάρτης με τη φυλετική αξιοπρέπεια και εγωισμό και του Ελληνισμού των Ελληνιστικών βασιλείων).
Ιστορικό πλαίσιο
α) Ο πρώτος στίχος του ποιήματος αποτελεί μέρος της επιγραφής με την οποία αφιερώθηκαν απ’ τον Αλέξανδρο στον Παρθενώνα τα λάφυρα από τη μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.). Ο Καβάφης την αρχή της επιγραφής την παίρνει από τον ιστορικό Αρριανό: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων.»
β) Ο τίτλος του παραπέμπει σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή (200 π.Χ.) δέκα χρόνια πριν από την καταστροφική Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ), που οριστικοποίησε την επικράτηση των Ρωμαίων και την υποταγή των Ελληνιστικών Βασιλείων σ’ αυτούς.
γ) Πολλοί μελετητές συνέδεσαν το θέμα του ποιήματος με ιστορικά γεγονότα της εποχής του Καβάφη (Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922).
Ανασκόπηση ιστορικών γεγονότων
α) Εποχή Μ. Αλεξάνδρου
Συνέδριο της Κορίνθου (337 π.Χ.): Πανελλήνια Ένωση
Μάχη στον Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.)
Μάχη στην Ισσό (333 π.Χ.)
Μάχη στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.)
Η ίδρυση των ελληνιστικών κρατών μετά τη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.): Βασίλειο της Αιγύπτου, Βασίλειο της Συρίας, Βασίλειο της Βακτριανής και της Παρθίας.
β) Ελληνιστκή εποχή
Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.): κατάληψη της Μ. Ασίας από τους Ρωμαίους και σταδιακή υποταγή όλης της ελληνιστικής Ανατολής.
γ) Σύγχρονη εποχή
Ο χρόνος της αφήγησης
Διακρίνουμε τρία χρονικά επίπεδα:
α) 334 π.Χ: έτος της νίκης στον Γρανικό ποταμό και της αποστολής στην Αθήνα των λαφύρων με τη γνωστή επιγραφή.
β) 200 π.Χ.: Ένας Έλληνας του «νέου» κόσμου διαβάζει αρχικά την επιγραφή και αξιολογεί τα γεγονότα του παρελθόντος. Στη συνέχεια εξυμνεί τη δημιουργία του νέου ελληνικού κόσμου και την εξάπλωσή του σ’ έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο. Όμως ο φανταστικός Έλληνας αφηγητής αδυνατεί να συλλάβει ότι αυτός ο κόσμος βρίσκεται στο κατώφλι της παρακμής του και της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
γ) 1931: χρόνος γραφής του ποιήματος (αναφορά στον εθνικό διχασμό, στους βαλκανικούς πολέμους, στη συνθήκη των Σεβρών και στη μικρασιατική καταστροφή).
Νοηματική ανάλυση
Ο Καβάφης στο ποίημα «Στα 200 π.Χ.» δημιουργεί έναν αριστουργηματικό έπαινο για τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που με τόση αποτελεσματικότητα συνέχισε το έργο του πατέρα του, Φιλίππου Β΄.
Το ποίημα μας δίνεται ως αξιολόγηση όσων πέτυχε ο Αλέξανδρος, από την οπτική ενός Έλληνα που ζει στα 200 π.Χ., λίγο προτού δηλαδή οι Ρωμαίοι αρχίσουν την επέλασή τους στο ελληνικό έδαφος και το έργο του Αλεξάνδρου αρχίσει να καταρρέει.
Ο ανώνυμος αφηγητής καταγράφει με θαυμασμό τα εντυπωσιακά επιτεύγματα του Αλεξάνδρου, την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και την άρνηση των Σπαρτιατών να συμμετάσχουν στην πανελλήνια προσπάθεια.
Η άρνηση των Σπαρτιατών που έγινε σεβαστή από τον Αλέξανδρο και που τότε έμοιαζε απολύτως δικαιολογημένη, όταν εξετάζεται υπό το πρίσμα της συνολικής επιτυχίας των Ελλήνων μοιάζει περισσότερο με έλλειψη διορατικότητας από την πλευρά των Σπαρτιατών και αδυναμία αποδοχής των αλλαγών που έφερνε η δράση του μεγάλου Μακεδόνα.
«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»
Μετά την πρώτη του νίκη κατά των Περσών, στον Γρανικό ποταμό (Μάιος/Ιούνιος 334 π.Χ.), ο Αλέξανδρος έστειλε στην Αθήνα 300 πανοπλίες από τα λάφυρα του πολέμου, αφιερωμένες στην Αθηνά. Με την κίνησή του αυτή ο Αλέξανδρος θέλησε ίσως να τονίσει τον πανελλήνιο χαρακτήρα της εκστρατείας του, γι’ αυτό και προτίμησε να στείλει τα δώρα αυτά στην Αθήνα και όχι στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Πέλλα, που ήταν παράλληλα και πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους.
Ο Αλέξανδρος ήταν ευφυής και κατανοούσε πως ήταν προς όφελός του η διατήρηση της αίσθησης πως η εκστρατεία αυτή εξέφραζε μια πανεθνική επιθυμία, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του φιλοδοξίες.
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».
Ο Αλέξανδρος σεβάστηκε την επιθυμία των Σπαρτιατών να μη συμμετάσχουν στην εκστρατεία μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, φρόντισε όμως να τονίσει μετά την πρώτη του νίκη, πως το κατόρθωμα αυτό επιτεύχθηκε χωρίς τη βοήθειά τους. Οι Σπαρτιάτες, που θεωρούσαν ότι ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές, γι’ αυτό και δε δέχονταν να συμμετέχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις αν δεν είχαν αυτοί τον έλεγχο, έπαιρναν τώρα το μήνυμα του Αλεξάνδρου, πως οι Έλληνες μπορούσαν να κερδίσουν τις μάχες που ανέλαβαν χωρίς να χρειάζονται Σπαρτιάτες στρατηγούς.
Οι Σπαρτιάτες το πιθανότερο είναι πως θα αδιαφόρησαν για την αναφορά αυτή του Αλεξάνδρου, καθώς οι αρχές τους ήταν δεδομένες και δεν είχαν κανένα λόγο να υποχωρήσουν τώρα μπροστά στη θέληση του Μακεδόνα. Για τους Σπαρτιάτες ήταν θέμα τιμής να ηγούνται των πολεμικών επιχειρήσεων και η αναγνώριση της υπεροχής τους στα στρατιωτικά ζητήματα ήταν απαράβατος όρος για τη διασφάλιση της συμμετοχής τους. Άλλωστε, πόσο σημαντική θα μπορούσε να είναι μια εκστρατεία που γινόταν χωρίς την πολύτιμη συμβολή τους; Πόσα να κατορθώσει ένας νεαρός Μακεδόνας, χωρίς τη δική τους καθοδήγηση;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, επομένως, προτιμούσαν το «πλην Λακεδαιμονίων» στην αναθηματική επιγραφή του Αλεξάνδρου. Από το να τεθούν υπό τις διαταγές κάποιου άλλου, από το να υποστούν μια τέτοια ταπείνωση, προτιμούσαν να αποκλειστούν του επαίνου που τώρα διεκδικούσε ο Αλέξανδρος.
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Ο ποιητής, όπως και ο Αλέξανδρος εκείνα τα χρόνια, αντιλαμβάνεται και αποδέχεται τη στάση των Σπαρτιατών. Η εμμονή στις αρχές τους, η απροθυμία τους να προδώσουν τους κανόνες με τους οποίους κινούνταν για τόσα χρόνια, ήταν απολύτως κατανοητή από τους υπόλοιπους Έλληνες. Η στάση τους νοιώθεται, γίνεται αντιληπτή και σεβαστή, αλλά καθώς θα γίνεται σταδιακά εμφανής η διάσταση που πήρε η προσπάθεια του Αλεξάνδρου, καθώς θα ξεδιπλώνεται η έκταση της αυτοκρατορίας του, τόσο θα γίνεται κατανοητό πως η επιμονή των Σπαρτιατών τους άφησε τελικά αποκλεισμένους από το μεγαλύτερο κατόρθωμα των Ελλήνων.
Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.
Χωρίς τους Σπαρτιάτες, λοιπόν, -το τονίζει εκ νέου ο ποιητής- ο Αλέξανδρος ξεκίνησε τη νικηφόρα του πορεία κατά των Περσών από τον Γρανικό (334 π.Χ.), συνέχισε στην Ισσό (333 π.Χ.) και εν τέλει τους συνέτριψε στα Γαυγάμηλα (1η Οκτωβρίου 331 π.Χ.). Ο Καβάφης αποφεύγει για ποιητικούς λόγους το τοπωνύμιο Γαυγάμηλα και προτιμά να αναφερθεί στα Άρβηλα, περιοχή πολύ κοντά στα Γαυγάμηλα.
Ο αποκλεισμός των Σπαρτιατών τονίζεται από τον ποιητή, καθώς όσο περισσότερο αποκαλύπτεται η επιτυχία του Αλεξάνδρου, τόσο αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα η άρνησή τους να συμμετάσχουν στην πανελλήνια εκστρατεία.
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Ο Καβάφης που δε χρησιμοποιεί συχνά επίθετα στην ποίησή του, εδώ παραθέτει πέντε στη σειρά για να εκφράσει το θαυμασμό για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, (νικηφόρα, περίλαμπρη, περιλάλητη, δοξασμένη, απαράμιλλη). Μια δικαιολογημένη εξύμνηση της εκστρατείας αυτής που έμελε να σταθεί στο σημαντικότερο κατόρθωμα των Ελλήνων και καθιέρωσε τον Αλέξανδρο ως τον γνωστότερο και πιο τιμημένο Έλληνα στρατηγό. Ο Καβάφης, βέβαια, δεν αναφέρεται τόσο στο στρατιωτικό σκέλος της εκστρατείας αυτής, όσο στο γεγονός ότι μέσα από την προσπάθεια του Αλεξάνδρου γεννήθηκε ένας καινούριος, σημαντικότατος, ελληνικός κόσμος.
Ο αλεξανδρινός ποιητής αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Αλέξανδρου τον εθνάρχη, τον δημιουργό του θαυμάσιου ελληνικού κόσμου που απλώθηκε σε πρωτόγνωρο βαθμό χάρη στην τακτική του Μακεδόνα βασιλιά να προσεγγίσει τους λαούς που κατέκτησε ως απελευθερωτής και όχι ως κατακτητής.
Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Εμείς, λέει ο ποιητής, εντάσσοντας πολύ λογικά και τον εαυτό του στους Έλληνες που προέκυψαν μέσα από το έργο του Αλεξάνδρου.
Ελληνικές πόλεις δημιουργήθηκαν στην Αίγυπτο και την Ασία, δημιουργώντας ένα εκτεταμένο χώρο κυριαρχίας του ελληνικού πολιτισμού. Αλεξανδρινοί, Αντιοχείς, Σελευκίδες αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες στα εδάφη της Περσίας, οφείλουν την παρουσία του ελληνικού πολιτισμού και την ευκαιρία που τους δόθηκε να ζήσουν ως Έλληνες, στο έργο του Αλεξάνδρου. Οι ελληνικές δυναστείες των επιγόνων του Αλεξάνδρου δε θα είχαν δημιουργηθεί ποτέ αν ο ευφυέστατος αυτός Έλληνας δεν είχε τολμήσει και δεν είχε επιτύχει το σπουδαίο αυτό έργο.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου έφτασε μέχρι την Ινδία, καλύπτοντας μια τεράστια έκταση, όπου χάρη στην ευρηματική στάση του Μακεδόνα, οι ντόπιοι όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν στην επέλαση του ελληνικού πολιτισμού, αλλά υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα και άφθονα στοιχεία από τους τρόπους των Ελλήνων.
Ο Αλέξανδρος «με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών» αντί να παρουσιαστεί ως κατακτητής, εμφανίστηκε ως ελευθερωτής και προσέφερε την ευκαιρία στους ντόπιους να γνωρίσουν το θαύμα του ελληνικού πολιτισμού. Με γάμους Ελλήνων στρατιωτών με ντόπιες γυναίκες, με το γόνιμο ανακάτεμα της ελληνικής θρησκείας με τις ντόπιες θεότητες, καθώς και με τη διάδοση της ελληνικής παιδείας ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να θέσει ισχυρά θεμέλια για την υιοθέτηση και διατήρηση στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού.
Ο Αλέξανδρος φρόντισε να εισάγει ελληνικούς τρόπους με έμμεσο τρόπο και όχι με τη βία, ώστε οι ντόπιοι να σταθούν με θετικό τρόπο απέναντι στο νέο πολιτισμό που τους παρουσιαζόταν.
Η ελληνική γλώσσα δίνεται με κεφαλαία από τον ποιητή, καθώς για εκείνον ήταν από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Αλεξάνδρου, το γεγονός ότι βοήθησε στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας σε μια τόσο εκτεταμένη περιοχή. Για τον ποιητή η ελληνική γλώσσα είναι βασικότατο στοιχείο του πολιτισμού μας, γι’ αυτό και αναφέρεται στην εξάπλωσή της με ιδιαίτερη συγκίνηση.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Με σχήμα κύκλου ο Καβάφης μας επιστρέφει στην αρχική διαπίστωση, στον αποκλεισμό δηλαδή των Σπαρτιατών από τη συγκλονιστική και αξεπέραστη αυτή προσπάθεια των Ελλήνων.
Οι Σπαρτιάτες που τόσο δικαιολογημένα στάθηκαν συνεπείς στις αρχές τους, μοιάζουν τώρα σχεδόν ασήμαντοι μπροστά στο μεγαλειώδες αυτό ελληνικό επίτευγμα.
Η δίσημη χρήση της ειρωνείας στο ποίημα
Ένα από τα σημεία που δημιουργούν ιδιαίτερη εντύπωση κατά την ανάγνωση του ποιήματος είναι η ειρωνική αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων από τον ποιητή. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, βέβαια, γίνεται κατανοητό πως ο ποιητής, ως Έλληνας της Αλεξάνδρειας ο ίδιος, αισθάνεται πως οφείλει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά του στο έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γι’ αυτό κι επανέρχεται με ειρωνικό τρόπο στους Σπαρτιάτες, που με σαφή έλλειψη διορατικότητας απείχαν απ’ τη μεγαλύτερη ελληνική εκστρατεία.
Εντούτοις, σε μια δεύτερη ανάγνωση διαπιστώνουμε πως οι αναφορές στους Σπαρτιάτες διατηρούν κεντρική θέση στο ποίημα, το οποίο, άλλωστε, ξεκινά και ολοκληρώνεται με σχετική μνεία στους Λακεδαιμόνιους. Επομένως, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αν ο ποιητής ήθελε πράγματι να τους υπονομεύσει, δε θα αναφερόταν τόσο συχνά και τόσο εμφατικά στη δράση τους.
Άρα ό,τι αρχικώς μοιάζει με μια ειρωνική στάση απέναντι στους Σπαρτιάτες, που δε συμμετείχαν στη μεγάλη ελληνική εκστρατεία, στην πραγματικότητα είναι μια συγκαλυμμένη υπόμνηση της ιδιαίτερης αξίας των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι έστω κι αν στα χρόνια του Αλεξάνδρου είχαν περιέλθει σε παρακμή, όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν συμβάλλει με κάθε τρόπο στην προάσπιση του ελληνικού χώρου.
Η σκέψη, επομένως, του Μεγάλου Αλεξάνδρου να τονίσει την απροθυμία των Σπαρτιατών να λάβουν μέρος στην εκστρατεία του, δεν ήταν παρά ένα ολίσθημα, εφόσον μοιάζει να μην αναγνωρίζει πόσο πολύτιμη υπήρξε η αρωγή τους τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, οι Σπαρτιάτες που τώρα δε συμμετέχουν, είναι εκείνοι που συνέβαλαν αποφασιστικά στην άμυνα των Ελλήνων, όταν δέχονταν την επίθεση των Περσών, είναι εκείνοι που με αιματηρούς αγώνες διατήρησαν την ανεξαρτησία των Ελλήνων κι έδωσαν στον στρατηλάτη τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει το δικό του άθλο.
Ο Καβάφης, αν και Αλεξανδρινός, αν και με μεγάλη εκτίμηση για τη δράση του Αλεξάνδρου, δε δέχεται ωστόσο αυτήν την αγνωμοσύνη που τόσο συχνή είναι στους ανθρώπους. Όπως ο Αλέξανδρος εκμηδενίζει -ή τουλάχιστον νομίζει ότι εκμηδενίζει- τους Σπαρτιάτες με το «πλην Λακεδαιμονίων», έτσι και πολλοί άνθρωποι εμφανίζονται είτε από άγνοια της ιστορίας τους είτε από αχαριστία ν’ αδιαφορούν και να μην εκφράζουν την προσήκουσα εκτίμηση για την πολύτιμη προσφορά των προγόνων τους, των ανθρώπων γενικότερα που έδρασαν πριν από αυτούς ή ακόμη και των ίδιων των γονιών τους.
1η (στ. 1): Η επιγραφή που συνόδευε τα λάφυρα από τη μάχη του Γρανικού
2η (στ. 2-12): Η «στάσις» των Λακεδαιμονίων
3η (στ. 13-23): Η θαυμαστή πανελλήνια εκστρατεία
4η (στ. 24-31): Οι συνέπειες από την πανελλήνια εκστρατεία
5η (στ. 32): Απαξιωτικό σχόλιο για τη στάση των Λακεδαιμονίων
ΙΔΕΕΣ – ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Η πανελλήνια εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου
Ο ομιλητής υμνεί μ’ έναν καταιγισμό από επίθετα την πανελλήνια εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κόσμου. Δίνει έμφαση:
α) στη μεγάλη σε έκταση διασπορά του Ελληνισμού (“με τες εκτεταμένες επικράτειες”)
β) στον κοσμοπολιτισμό που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής των κατοίκων των νέων βασιλείων (η ελληνιστική εποχή ήταν ένα χωνευτήρι διαφόρων πολιτιστικών στοιχείων)(“με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών”)
γ) στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας μέχρι τη Βακτριανή και τους Ινδούς.(“Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά”)
Τα δύο τελευταία είναι ίσως και πιο σημαντικά, μιας και θα επιβιώσουν για πολλές γενιές (ακόμα και μετά το 200 π.Χ., όταν δηλαδή η ελληνική επικράτεια έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων) Η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός εςπιβιώνουν ως και το 1931, με ζωντανή απόδειξη τον ίδιο τον Καβάφη, που είναι ένας Έλληνας της διασποράς.
Αυτός ο «νέος κόσμος» που υμνήθηκε από τον σχολιαστή της επιγραφής θα έχει την ίδια μοίρα με τους Σπαρτιάτες. Ωστόσο, αυτό για το οποίο καυχιέται ο ομιλητής, η μεγάλη δηλαδή διάδοση της γλώσσας και του ελληνισμού θα έχει αντικειμενική υπόσταση και θα ζήσει για πολλές γενιές ακόμη.
Η στάση των Λακεδαιμονίων
Ο αφηγητής-ομιλητής, με την προοπτική που του δίνει η χρονική απόσταση και η επιτυχία της πανελλήνιας εκστρατείας, κρίνει ειρωνικά και αυστηρά την αντίδραση των Σπαρτιατών. Ο εγωισμός και η περηφάνια τους, η αλαζονική στάση τους απέναντι στους άλλους Έλληνες και η αξίωση που είχαν να αναγνωρίζουν οι υπόλοιποι Έλληνες τη μοναδικότητά τους, τους οδήγησε σε μια αδυναμία να προσαρμοστούν στις νέες ιστορικές καταστάσεις που θα επιφέρει η πανελλήνια εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου. Η στάση τους παρουσιάζεται όχι μόνο η ‘πρέπουσα’ αλλά και η ‘επιβεβλημένη’ από τον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής τους. Ωστόσο, ο ομιλητής, αν και κατανοεί συγκαταβατικά και ειρωνικά την άκαμπτη στάση τους, τούς κατηγορεί, που τυφλωμένοι από το παρελθόν δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τον «ελληνικό καινούριο κόσμο» που γεννιόταν.
Αν στο στ. 12 ο σχολιαστής της επιγραφής προσποιείται ότι κατανοεί την πεισματική στάση των Σπαρτιατών, στον στ. 32 θαμπωμένος από την ανωτερότητα του «νέου κόσμου», αδιαφορεί γι αυτούς ίσως και τους περιφρονεί.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Γλώσσα
Η γλώσσα πλησιάζει την κοινή δημοτική αλλά με αρκετούς λόγιους τύπους (πχ «ήσαν», «υπηρέτας», «οι εν Περσίδι», «βασιλέα», κλπ.)
Ύφος
Σκόπιμα κομπαστικό, ρητορικό, επιτηδευμένο, για να εκφράσει την περηφάνια του φανταστικού ομιλητή για τα κορυφαία επιτεύγματα που δημιούργησε η πανελλήνια εκστρατεία.
Σε αντίθεση με το γνωστό λιτό και πεζολογικό ύφος του Καβάφη, σκόπιμα παρατίθενται πολλά σημαντικά επίθετα, που με την έμφαση και τον θριαμβικό τους τόνο δίνουν την έπαρση του λόγου και της σκέψης του σχολιαστή της επιγραφής. Στη μακρά παράθεση εμφατικών επιθέτων βρίσκεται κρυμμένη έντεχνα η καυστική ειρωνεία του ποιητή.
Αφήγηση
Το ποίημα είναι γραμμένο σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο («εμείς οι Αλεξανδρείς…») και έχει μορφή μονολόγου. Αφηγητής του ποιήματος (η παρουσία του γίνεται αντιληπτή για πρώτη φορά στον στ. 21: «βγήκαμε εμείς») είναι ένας Έλληνας που εκπροσωπεί, (γι αυτό χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό πρόσωπο) τον ελληνικό πληθυσμό των ελληνικών βασιλείων (στα 200 π.Χ.) και που καυχιέται για τη δύναμη και την ακμή του «δοξασμένου κόσμου» του, περιφρονώντας ταυτόχρονα τους ξεπεσμένους Λακεδαιμόνιους.
Μετρική
Πέντε στροφές, 32 ιαμβικοί στίχοι.
Υπάρχουν διασκελισμοί (= το νόημα ενός στίχου συνεχίζεται στον επόμενο). Παράδειγμα: «μια Πανελλήνια εκστρατεία χωρίς / Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό»
Αντίθεση – Ειρωνεία
Αυτή η χρονολογική τοποθέτηση του τίτλου έρχεται σε αντίθεση με τον ρητορικό και κομπαστικό λόγο του αφηγητή του ποιήματος, ο οποίος αγνοεί ότι βρίσκεται στο κατώφλι της παρακμής του κόσμου που υμνεί και της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Χαρακτηριστικά της καβαφικής ποίησης στο συγκεκριμένο ποίημα
Αλεξανδρινή (ελληνιστική) εποχή
Συμβολισμός
Ειρωνεία
Υποβολή – υπαινικτικότητα
Αίσθηση του τραγικού:
Πιο αναλυτικά για ορισμένα από αυτά:
1) Ειρωνεία : η ειρωνεία στο ποίημα συνδέεται με τη στάση των Λακεδαιμονίων, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της ειρωνείας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα ειωνικά σχόλια του ποιητή ξετυλίγονται κλιμακωτά : από τη λεπτή ειρωνεία στον σαρκασμό. Η ειρωνική διάθεση γίνεται πιο φανερή με τους στ. 7-11. Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τον στ. 12: συνδυάζει κατανόηση για την σπαρτιατική στάση και κατειρώνευσή της συγχρόνως. Η λανθασμένη επιλογή των Σπαρτιατών τονίζεται όλο και περισσότερο καθώς ο ποιητής εξαίρει τόσο τις νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (με το ρήμα εσαρώθη και τη χρήση πολλών επιθέτων), όσο και τα θαυμαστά αποτελέσματα της εκστρατείας του. Έτσι η διάθεση του ποιητή απένατι στη στάση των Λακεδαιμονίων δικαιολογημένα από λεπτά ειρωνική γίνεται σαρκαστική και απαξιωτική (“Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!”) 2) Πεζολογικό ύφος :Σχεδόν τίποτα δε θυμίζει την κλασική μορφή ποιημάτων που έχουμε ως στερεότυπο στο μυαλό μας. Απουσιάζει ασφαλώς η ομοιοκαταληξία και η ποιητική έκφραση, με μόνη εξαίρεση τη συσσώρευση επιθέτων που γίνεται σε κάποια ενότητα του ποιήματος και εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο. 3) Δημοτική γλώσσα με στοιχεία καθαρεύουσας/αρχαΐζουσας και ιδιωματικές λέξεις : ο Καβάφης χρησιμοποιεί στο ποίημα του κυρίως τη δημοτική και την διανθίζει με λόγιους τύπους (ήσαν, υπηρέτας, Περσιδι), που εξυπηρετούν είτε τον ιστορικό χαρακτήρα του ποιήματος, είτε την ειρωνική του διάθεση και ιδιωματικές εκφράσεις (π.χ. “τες”). 4) Διδακτικός τόνος : Ακόμα και σε ένα ιστορικό κατά βάση ποίημα, ο Καβάφης δεν παραλείπει την προβολή μιας στάσης ζωής (modus vivendi). Αυτό που θέλει μεταξύ άλλων να τονίσει ο ποιητής είναι η ανάγκη υποταγής του “εγώ” στο “εμείς”, όταν οι συνθήκες το απαιτούν. 5) Νοσταλγική μετατόπιση στο χώρο και το χρόνο : Όπως αναφέρθηκε στα χρονικά επίπεδα του ποιήματος, ο χρόνος μετατοπίζεται αρχικά στο 334 π.Χ και μετά στο 200 π.Χ. για να αναδείξει την αξία της πανελλήνιας εκστρατείας και τις επιρροές που έχει αόμα και σε μια περίοδο παρακμής του ελληνισμού. Ο χώρος μετατοπίζεται σε κάποιο ελληνιστικό βασίλειο της Ανατολής, λίγο πριν την πτώση του, όπου ζει στα 200 π.Χ. ο φανταστικός αφηγητής του ποιήματος.
Ασκήσεις
1 Ας υποθέσουμε ότι οι Λακεδαιμόνιοι διάβασαν την επιγραφή. Ποια πιστεύετε ότι ήταν η αντίδρασή τους;Για ποιους λόγους;
2. Εντοπίστε τα επιρρήματα στους στίχους 2-10. Διαβάστε χωρίς τα επιρρ΄ηματα τώρα. Τι παρατηρείτε;
Στην πολιτική σκηνή της Αθήνας κυριαρχεί ο Αλκιβιάδης. Αυτός πείθει την Εκκλησία του Δήμου, παρά την αντίθετη άποψη του Νικία, να στείλουν οι Αθηναίοι μεγάλο εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία για να βοηθήσει τηνΈγεστα (σύμμαχο των Αθηναίων) στον πόλεμο εναντίον του Σελινούντα.
Οι αρχηγοί της εκστρατείας
Αρχηγοί ορίστηκαν τρεις στρατηγοί : ο Αλκιβιάδης, οΝικίας και ο Λάμαχος.
Οι κατηγορίες εναντίον του Αλκιβιάδη και η στάση του
Ο Αλκιβιάδης ενώ ο στόλος είχε φύγει και βρισκόταν στη Σικελία, κατηγορήθηκε ότι μεθυσμένος μαζί με τους φίλους του, τις παραμονές της αναχώρησης του στόλου, ακρωτηρίασε τις ερμαϊκές στήλες (οδοδείκτες στους δρόμους). Η αντίδραση του κόσμου ήταν φοβερή : Η Εκκλησία του Δήμου αποφάσισε να ζητήσει από τον Αλκιβιάδη να γυρίσει στην Αθήνα για να δικαστεί. Αυτός, επειδή φοβήθηκε ότι θα τον καταδίκαζαν σε θάνατο, δεν πήγε στην Αθήνα, αλλά στη Σπάρτη, όπου συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες.
Οι συμβουλές του Αλκιβιάδη προς τους Σπαρτιάτες
α) να στείλουν ισχυρό στρατό στη Σικελία για να βοηθήσει τους Σελινούντιους και τους Συρακούσιους (που ήταν σύμμαχοί τους)
β) να καταλάβουν και να οχυρώσουν το φρούριο της Δεκέλειας στην Αττική για να απομονώσουν την Αθήνα.
Η Καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία
Οι Σπαρτιάτες άκουσαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη κι έστειλαν στρατό με αρχηγό τον ικανότατο στρατηγόΓύλιππο. Οι Αθηναίοι, έχοντας τον Αλκιβιάδη απόντα, τον Λάμαχο νεκρό (μετά από σύγκρουση με τους Συρακούσιους) και τον Νικία αντίθετο με την ιδέα της εκστρατείας, γνώρισαν την ήττα και την απόλυτη καταστροφή.
Ταυτόχρονα, οι Σπαρτιάτες οχυρώνουν τη Δεκέλεια, αποκόβοντας την Αθήνα από την ύπαιθρό της.
Ο ρόλος των Περσών
Οι Πέρσες αρχίζουν να εμφανίζονται ξανά στο Αιγαίο. Ο Αλκιβιάδης μετά από τη Σπάρτη, πάει στη Μικρά Ασία και συμβουλεύει τους Πέρσες να συντηρούν τον πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Έτσι, οι Πέρσες προσφέρουν χρήματα στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι με αρχηγό τονΛύσανδρο αρχίζουν να φτιάχνουν ισχυρό στόλο για να κερδίσουν από τους Αθηναίους το Αιγαίο.
Οι Αθηναίοι με τη βοήθεια του Αλκιβιάδη, νικούν τους Σπαρτιάτες κι έτσι η Εκκλησία του Δήμου αποφασίζει να τον καλέσει πίσω στην Αθήνα και να τον τιμήσεις ως ήρωα. Του αναθέτει την ηγεσία του αθηναϊκού στόλου.
Το 407 π.Χ. όμως, σε ναυμαχία στο Νότιο (ακρωτήριο της Σάμου), ο αθηναϊκός στόλος χάνει. Υπεύθυνος για την ήττα θεωρείται ο Αλκιβιάδης, ο οποίος δε γυρίζει στην Αθήνα.
Οι ναυμαχίες στις Αργινούσες και στους Αιγός Ποταμούς
Το 406 π.Χ. οι Αθηναίοι με αρχηγό τον Κόνωνα νικούν τους Σπαρτιάτες στις Αργινούσες.
Τον επόμενο χρόνο όμως (το 405 π.Χ.), ο Λύσανδρος με τέχνασμα κυριεύει τα αθηναϊκά πλοία στους Αιγός Ποταμούς (κοντά στον Ελλήσποντο). Οι Αθηναίοι καταστρέφονται. Οι Σπαρτιάτες αποκλείουν και ναυτικά την Αθήνα, η οποία εξαντλημένη συνθηκολογεί το 404 π.Χ.
Η Συνθήκη
Οι Σπαρτιάτες συγκαλούν συνέδριο στη Σπάρτη για να αποφασιστεί η συνθήκη ειρήνης. Σε αυτό οι Κορίνθιοι και άλλοι σύμμαχοι ζητούν να καταστραφεί η Αθήνα και οι κάτοικοί της να πουληθούν ως δούλοι. Οι Σπαρτιάτες όμως δείχνουν σεβασμό και επιείκεια προς τους Αθηναίους και αποφασίζουν τα παρακάτω :
α) Οι Αθηναίοι να παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από 12
β) Να κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά
γ) Να επανέλθουν όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι
δ) Οι Αθηναίοι να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς με αυτούς.
Τα αποτελέσματα του Πελοποννησιακού πολέμου
Πόλεις ερημώθηκαν
Η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε
Χιλιάδες νεκροί
Οι ηθικές αξίες κατέρρευσαν
Οι κοινωνικές δομές ανατράπηκαν
Η θρησκευτική πίστη αντικαταστάθηκε από την αμφισβήτηση
Οι Πέρσες αναμίχθηκαν ξανά στα εσωτερικά της Ελλάδας
χ (Μνηστηροφονία): Με ένα δεύτερο βέλος του ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο και ύστερα αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Παρά τις παρακλήσεις και τις προτάσεις για δώρα, εκείνος συνεχίζει. Ο Εύμαιος και ο Τηλέμαχος τού φέρνουν όπλα, ενώ ο Μελάνθιος δίνει όπλα στους μνηστήρες. Ακολουθεί μάχη και με τη βοήθεια της Αθηνάς όλοι οι μνηστήρες θανατώνονται. Μόνο στον αοιδό Φήμιο και τον κήρυκα Μέδοντα χαρίζεται η ζωή. Επιπλέον, τιμωρούνται υποδειγματικά οι υπηρέτριες που ακολούθησαν τους μνηστήρες και ο Μελάνθιος.
ρ (Τηλεμάχου επάνοδος εις Ιθάκην): Ο Τηλέμαχος το άλλο πρωί φεύγει για την πόλη και λίγο αργότερα τον ακολουθούν ο Εύμαιος και ο Οδυσσέας που έχει πάρει και πάλι τη μορφή του ζητιάνου. Ο γιδοβοσκός Μελάνθιος και οι μνηστήρες συμπεριφέρονται άσχημα στον Οδυσσέα, τον οποίο βέβαια κανείς τους δεν αναγνωρίζει. Ο Εύμαιος μεσολαβεί, για να δώσει πληροφορίες ο ζητιάνος στην Πηνελόπη. σ (Oδυσσέως και Ίρου πυγμή): Ο Οδυσσέας νικά σε πυγμαχία τον αυθάδη ζητιάνο Ίρο. Η Πηνελόπη εμφανίζεται και αφήνει να εννοηθεί ότι μπορεί και να ξαναπαντρευτεί. Η υπηρέτρια Μελανθώ και οι μνηστήρες κοροϊδεύουν τον Oδυσσέα. τ (Oδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τα νίπτρα): Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος αφαιρούν τα όπλα από την αίθουσα με τη βοήθεια της Αθηνάς. Στη συνομιλία του με την Πηνελόπη ο Οδυσσέας την προετοιμάζει για την επάνοδό του. Καθώς του πλένει τα πόδια, η παραμάνα Ευρύκλεια τον αναγνωρίζει από μία ουλή, αλλά με υπόδειξή του σιωπά. Η Πηνελόπη εξαγγέλλει τον αγώνα του τόξου και προαισθάνεται την καταστροφή των μνηστήρων. υ (Τα προ της μνηστηροφονίας): Ακολουθούν οι ετοιμασίες για το γιορτινό τραπέζι της ημέρας, που είναι αφιερωμένη στον Απόλλωνα. Άσχημος οιωνός του Δία αποτρέπει τους μνηστήρες από το σχέδιό τους για τη δολοφονία του Τηλέμαχου. Η απερίσκεπτη και προκλητική συμπεριφορά τους, ωστόσο, συνεχίζεται και στο τραπέζι.
φ (Τόξου θέσις): Η Πηνελόπη φέρνει το τόξο, ο Τηλέμαχος στήνει τα τσεκούρια και οι μνηστήρες δοκιμάζουν μάταια να τεντώσουν τη χορδή του τόξου. Έξω από την αίθουσα ο Οδυσσέας αποκαλύπτεται στον Εύμαιο και το Φιλοίτιο. Με τη βοήθεια εκείνων, αλλά και της Ευρύκλειας, ολοκληρώνονται οι προετοιμασίες για την εφαρμογή του σχεδίου της μνηστηροφονίας. Επιστρέφοντας στην αίθουσα ο Οδυσσέας πείθει τους μνηστήρες να του επιτρέψουν να δοκιμάσει, τεντώνει το τόξο και εύκολα περνά το βέλος και από τα δώδεκα τσεκούρια.
• μένουν μόνοι ο «ξένος» κι ο Τηλέμαχος μετά την αναχώρηση του Εύμαιου·
• εμφανίστηκε μόνο στον Oδυσσέα η Αθηνά, τον κάλεσε έξω από το καλύβι, του έδωσε τρεις εντολές: α. «ομολογήσου τώρα στο παιδί σου», β. «οι δυο να συνταιριάξετε τον φόνο των μνηστήρων», γ. «ύστερα κατεβαίνετε στην […] πόλη»· και μια υπόσχεση: «εγώ δεν πρόκειται να σας αφήσω για πολύ […]», που προοικονομεί την παρουσία της θεάς στο φονικό· τον άγγιξε έπειτα με το ραβδί της, του φόρεσε ρούχα καθαρά κι εκείνος «ξαφνικά ξανάνιωσε»· και η θεά έφυγε (185-96/<167-77>)·
• επέστρεψε στο καλύβι ανανεωμένος ο Οδυσσέας, και ο γιος του «έμεινε έκθαμβος, γύρισε αλλού το βλέμμα του με δέος» και, υποθέτοντας ότι είναι θεός, του ζήτησε έλεος (196-206/<177-85>)·
• ο Οδυσσέας, σύμφωνα με την πρώτη εντολή της Αθηνάς, δήλωσε αμέσως στον Τηλέμαχο ότι είναι ο πατέρας του και, αφήνοντας πια τα δάκρυά του να κυλήσουν, τον φίλησε (207-13/<186-91>)·
• ο Τηλέμαχος δεν τον πίστεψε, με το επιχείρημα πως ένας θνητός δεν θα μπορούσε να μεταμορφωθεί, «εκτός κι αν τον συνέτρεχε κάποιος θεός» (214-24/<192-200>)·
• ο Οδυσσέας επέπληξε τρυφερά τον Τηλέμαχο για τη δυσπιστία του, αυτοσυστήθηκε πάλι αναφερόμενος και στην εικοσαετή βασανισμένη απουσία του –για την οποία ο γιος του κάτι ξέρει– δήλωσε πως η μεταμόρφωσή του είναι έργο της Αθηνάς και κάθισε (225-39/<201-13>)·
• και ο Τηλέμαχος, που έχει και προσωπική πείρα των θαυματουργικών επεμβάσεων της θεάς, πεπεισμένος πια «χύθηκε πάνω του οδυρόμενος και βουρκωμένος […] τον αγκάλιασε» (239-40/<213-4>)·
Στον αναγνωριστικό εναγκαλισμό πατέρα-γιου πρέπει να στόχευε ο ποιητής με την είσοδο του Τηλέμαχου στο χοιροστάσιο. Εκεί όμως τον υποκατέστησε με τη συγκινητική υποδοχή του Εύμαιου, όπου «συμπυκνώνονται και όποια μελοδραματικά στοιχεία θα περίσσευαν και θα ενοχλούσαν, αν πατέρας και γιος έπεφταν αμέσως ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.» Επιβράδυνε έτσι την πορεία προς την εικόνα-στόχο με τη δραματική ειρωνεία προετοιμάζοντας, ταυτόχρονα, τα πρόσωπα και τον χώρο για την καίρια στιγμή, την οποία δεν άργησε να ολοκληρώσει: «Ο ποιητής αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης στη μελέτη του πλαισίου και το μικρότερο στην προβαλλόμενη εικόνα», πράγμα που αποτελεί «ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τεχνικής της Οδύσσειας.»
• τους συνεπήρε τότε θρήνος σπαραχτικός και τους δυο, σαν τους αετούς «που τα μικρά τους κυνηγοί τούς άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν» (241-5/<215-9>).
Κατά την ανάλυση της παρομοίωσης επισημαίνεται η διαφορά που παρουσιάζει το κοινό σημείο των παραβαλλόμενων όρων (ο θρήνος των πουλιών και ο θρήνος Οδυσσέα-Τηλέμαχου), για να διαπιστωθεί ότι εκεί τον σπαραγμό τον προκαλεί η στέρηση, ενώ εδώ η πλήρωση, μια πλήρωση όμως που έρχεται έπειτα από μακροχρόνια στέρηση, η οποία και προκαλεί το κλάμα.
2. Τα νήματα του νόστου του Οδυσσέα και της αναζήτησής του από τον Τηλέμαχο, που από την αρχή του έπους ξετυλίγονταν χωριστά, συμπίπτουν εδώ και θα εξελιχθούν σε ευθεία γραμμή με στόχο τη μνηστηροφονία και την ανάκτηση της εξουσίας από τον Οδυσσέα. Έτσι, ο σκηνικός χώρος δράσης περιορίζεται τώρα στην Ιθάκη, και από την περιφέρεια προς το κέντρο, για να εντοπιστεί στο παλάτι.
3. Συναισθήματα Τηλέμαχου
Κατά τη διαδικασία του αναγνωρισμού ο Τηλέμαχος έζησε μια κλίμακασυναισθημάτων που παρουσιάζει καμπύλη: από την κατάπληξη και το δέος, πέρασε στη δυσπιστία και στην αμφιβολία, αλλά και γρήγορα στην πειθώ, για να κλείσει με σπαραχτική συγκίνηση. Τη γρήγορη εξέλιξη αυτής της κλίμακας δικαιολογεί ο αιφνιδιασμός στην αρχή και η αναφορά στο θαύμα έπειτα, που λειτουργεί καταλυτικά.
4. Τυπικό αναγνωρισμού
Ανακαλείται (από τη 19η ενότητα) η αναγνωριστική διαδικασία της Ιθάκης από τον Oδυσσέα και συγκρίνεται με τη διαδικασία της αναγνώρισης του Oδυσσέα από τον Τηλέμαχο, για να προκύψει η επανάληψη των ίδιων μοτίβων (με τις αναγκαίες προσαρμογές) και η τυπικότητα επομένως του θέματος:
• προϋποτίθεται κι εδώ η πολύχρονη απουσία του αναγνωριζόμενου από τον αναγνωριστή·
• μεθοδεύεται η απομόνωση των δύο αναγνωριστικών υποκειμένων·
• ο αναγνωριζόμενος είναι ήδη καλυμμένος (παραμορφωμένος και μεταμφιεσμένος)·
• ακολουθεί η αποκάλυψη (αποκατάσταση του προσώπου και ομολογία της ταυτότητάς του)·
• μεσολαβεί η δοκιμασία (δυσπιστία του αναγνωριστή – διαβεβαιώσεις του αναγνωριζόμενου),
• που καταλήγει στην αναγνώριση και στην έκφραση συναισθημάτων.
5. Προετοιμασία για τη μνηστηροφονία
O Οδυσσέας είδε στο πρόσωπο του Τηλέμαχου τον συνεργάτη του για την αντιμετώπιση των μνηστήρων (259-60/<233-4>) και του ζήτησε πληροφορίες γι’ αυτούς, από τις οποίες φάνηκε ο αριθμός τους – εμμέσως και η έκταση της επικράτειας του Oδυσσέα (βλ. τη σχετική παράγραφο στην περίληψη της ραψ. π, 20ή ενότητα, A στο ΒΜ). O Τηλέμαχος φοβήθηκε την αναμέτρηση με τόσους πολλούς και πρότεινε να αναζητήσουν συμμάχους, τον καθησύχασε όμως η διαβεβαίωση του πατέρα του ότι θα έχουν θεϊκή συμπαράσταση.
Και ο πολύμητις κατέστρωσε αμέσως συνωμοτικό σχέδιο δράσης για τις κινήσεις και των δύο, που δεν αφήνει περιθώρια αποτυχίας (298/<270> κ.ε.) – βλ. και το Δ στο BM.)
→ Τη συναισθηματική φόρτιση λοιπόν, που κυριάρχησε κατά τον αναγνωρισμό, διαδέχτηκε η ψύχραιμη αντιμετώπιση των πραγμάτων.
Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία
1. . Η αναγνώριση του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο
«Με τα δεδομένα του γνωστού τρωικού και μετατρωικού μύθου, Τηλέμαχος και Οδυσσέας αντικρίζονται εδώ για πρώτη φορά – είκοσι χρόνια πριν, ξεκινώντας ο πατέρας για την Τροία, άφησε τον γιο του νήπιο. Πράγμα που σημαίνει ότι σ’ αυτή την όψιμη συνάντησή τους ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπορούν να ανατρέξουν σ’ ένα κοινό παρελθόν, για να αντλήσουν αναγνωριστικές μνήμες. Από την άποψη αυτή ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο αποδεικνύεται κατ’ εξαίρεση άσημος- παραλείπονται δηλαδή σ’ αυτόν κάθε λογής σήματα της πραγματικής ταυτότητας του Οδυσσέα, σε αντίθεση προς τους άλλους αναγνωρισμούς του ήρωα (λ.χ. από την Ευρύκλεια, την Πηνελόπη, τον Λαέρτη). Αντ’ αυτού η Αθηνά χρησιμοποιεί ως μέσο αναγνωρισμού τον εξωραϊσμό του Οδυσσέα […].»
«Τελικώς η αίσθησή μας από την ανάγνωση και την ακρόαση της σκηνής είναι ότι: πίσω και κάτω από το “θαύμα” του εξωραϊσμού λανθάνει και υπόκειται η επιστροφή του Οδυσσέα στη φυσική του κατάσταση. Με άλλα λόγια: ο Τηλέμαχος είναι το μόνο πρόσωπο της Οδύσσειας που δεν χρειάζεται αποδείξεις για να αναγνωρίσει τον πατέρα του· η ίδια η συνάντησή του με τον Οδυσσέα (όπως πράγματι είναι ο ήρωας – όχι όπως φαίνεται μέσα από την παραμόρφωσή του) αρκεί. Πατέρας και γιος εξάλλου μοιάζουν τόσο πολύ εξωτερικά μεταξύ τους (όπως το έχει ήδη διαπιστώσει η Ελένη στην τέταρτη ραψωδία), που θα μπορούσε ο ένας να αναγνωρίσει στον άλλο τον εαυτό του.»
2. H παρομοίωση των στίχων π 242-5
«O γιος ρίχνεται στην αγκαλιά του πατέρα του, κι οι δυο ξεσπούν σε θρήνο. Το κλάμα τους παραβάλλεται με τον απελπισμένο και οξύ γόο πουλιών […], που τα άφτερα μικρά τους τα άρπαξαν μέσα από τη φωλιά κάποιοι αγρότες. H παρομοίωση θεωρήθηκε γενικά ατυχής, επειδή συσχετίζει το κλάμα της χαράς με τον θρήνο της απελπισίας […]. [Όμως] η παρομοίωση και ο θρήνος των πουλιών υποβάλλει πριν απ’ όλα το μοτίβο της στέρησης – κι αυτό θέλει εδώ ο ποιητής να εξάρει. O θρήνος του Oδυσσέα και του Τηλέμαχου, όπως εξάλλου και κάθε κλάμα σε στιγμές αναγνωρισμού ή συνάντησης ύστερα από μακροχρόνιο χωρισμό, υπαγορεύεται περισσότερο από την ανάμνηση της στέρησης, […] και λιγότερο από τη χαρά για την αντάμωση. H ανάμνηση της στέρησης ανεβαίνει στη συνείδηση, εντονότερα από κάθε άλλη στιγμή, την ώρα της επανασυνάντησης: τώρα που ο χωρισμός τέλειωσε, αποκαλύπτεται αβάσταχτος, παράλογος και τρομερός – γι’ αυτό και κλαίμε ή και γι’ αυτό.»
λ (Νέκυια): Περνούν τον Ωκεανό και φτάνουν στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασιλεύει το σκοτάδι. Εκεί ο Οδυσσέας θυσιάζει ένα ζώο και οι ψυχές των νεκρών μαζεύονται γύρω από το αίμα. Βλέπει τον Αχιλλέα, μαθαίνει για το θάνατο του Αγαμέμνονα και τελικά ο Τειρεσίας τού προλέγει όσα θα ακολουθήσουν, ακόμα και γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στην Οδύσσεια. Έπειτα επιστρέφουν εύκολα στο νησί της Κίρκης. μ (Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδις, βόες Ηλίου): Φεύγοντας από την Κίρκη συναντούν τις γοητευτικές Σειρήνες, το τραγούδι των οποίων μόνο ο Οδυσσέας ακούει δεμένος στο κατάρτι του πλοίου του. Ύστερα πέφτουν στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και χάνονται πολλοί σύντροφοί του. Όσοι επιζούν βγαίνουν στο νησί του Ήλιου, όπου παρακούοντας την εντολή του θεού σκοτώνουν τα βόδια του, γεγονός που προκαλεί την οργή του. Στην κακοκαιρία που ακολουθεί, ο Οδυσσέας χάνει όλους τους συντρόφους του και μόνος του ναυαγός φτάνει στην Ωγυγία, στο νησί της Καλυψώς. ν (Oδυσσέως απόπλους παρά Φαιάκων και άφιξις εις Ιθάκην): Ο Οδυσσέας φορτωμένος δώρα μεταφέρεται από τους Φαίακες στην Ιθάκη. Τον αποθέτουν κοιμισμένο στην ακτή και όταν ξυπνά δεν αναγνωρίζει την πατρίδα του, μέχρι τη στιγμή που επεμβαίνει η Αθηνά. Μαζί καταστρώνουν το σχέδιο ενάντια στους μνηστήρες και τελικά η θεά τον μεταμορφώνει σε ζητιάνο. ξ (Oδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία): Ο Οδυσσέας πηγαίνει στον Εύμαιο το χοιροβοσκό, στον οποίο όμως δεν αποκαλύπτεται, αλλά του διηγείται μία πλαστή ιστορία. ο (Τηλεμάχου προς Εύμαιον άφιξις): Η Αθηνά παρακινεί τον Τηλέμαχο να επιστρέψει από τη Σπάρτη στην Ιθάκη και τον καθοδηγεί πώς να αποφύγει την παγίδα των μνηστήρων. Την επομένη ο Τηλέμαχος καταπλέει στην Ιθάκη και πηγαίνει κατευθείαν στον Εύμαιο. π (Τηλεμάχου αναγνωρισμός Οδυσσέως): Ο χοιροβοσκός φεύγει από το κτήμα και πηγαίνει στο παλάτι, για να ειδοποιήσει την Πηνελόπη για την άφιξη του γιου της. Κατά την απουσία εκείνου, ο Οδυσσέας φανερώνεται στο γιο του με την πραγματική μορφή του και μαζί σχεδιάζουν την τιμωρία των μνηστήρων. Ο Εύμαιος επιστρέφει.
1. Αξιοπρόσεκτα από την περιληπτική αναδιήγηση των ραψωδιών:
• Οι πρώτες επιπτώσεις από την κατάρα του Πολύφημου (ο ασκός του Αιόλου και η καταστροφή στο λιμάνι των Λαιστρυγόνων, που άφησε τον Οδυσσέα με ένα μόνο καράβι).
• Η προφανής αντιστοιχία των Κυκλώπων προς τους Λαιστρυγόνες.
Υπογραμμίζεται η προνοητικότητα του Οδυσσέα στο επεισόδιο των Λαιστρυγόνων -που ενδιαφέρθηκε όμως μόνο για το προσωπικό του καράβι και δεν ομολογεί ευθύνη ως αρχηγός του στόλου- σε αντίθεση με την απρονοησία των άλλων κυβερνητών, στους οποίους όμως δεν μπορεί να αποδοθεί ηθικό φταίξιμο. Ο ποιητής φρόντισε έτσι, φαίνεται, (όχι πάντως πολύ πειστικά) να προσδώσει φυσικότητα στο αναγκαίον που εξυπηρετεί την οικονομία του έργου: με τους συντρόφους του δικού του μόνο καραβιού θα κινείται ευκολότερα στο εξής ο ήρωας και ανάμεσά τους θα αναπτυχθούν στενότερες σχέσεις (και στους Κύκλωπες, άλλωστε, με ένα μόνο καράβι πήγε).
• Οι έκδηλες ομοιότητες μεταξύ Καλυψώς και Κίρκης:
– είναι και οι δύο θεές και διαθέτουν προφητική λίγο πολύ ικανότητα – η Κίρκη και μαγική
– ερωτεύονται και οι δύο τον Οδυσσέα και τον κρατούν κοντά τους (με τη θέλησή του η Κίρκη – χωρίς τη θέλησή του η Καλυψώ)
– τελικά, από εμπόδια μεταβάλλονται και οι δύο -με διαφορετική, πάντως, διάθεση- σε «καλούς αγωγούς του νόστου».
Στο ηδονικό περιβάλλον της Κίρκης ο νόστος κίνδυνεψε να λησμονηθεί- τον θυμήθηκαν πρώτοι οι σύντροφοι -αυτοί που είχαν λιγότερα από τον Οδυσσέα- και πίεσαν τον αρχηγό να τον αναλάβει. Άνοιξε έτσι ο δρόμος για την πατρίδα, μόνο που πρέπει να περάσει από τον Άδη. (Βλ. σχετικά: Μαρωνίτης 5, σ. 110, Γ’.) «Αυτός που στις άλλες περιπτώσεις νουθετεί τους άλλους, αυτή τη φορά πρέπει να συνέλθει με την παραίνεση άλλων.»
• Η έγνοια του Οδυσσέα για την περιπέτεια των συντρόφων στο παλάτι της Κίρκης.
• Η επανάληψη της τριαδικής διάταξης των περιπετειών και στη ραψωδία κ (με έμφαση πάλι στην τρίτη) καθώς και η εναλλαγή ανώδυνου και οδυνηρού επεισοδίου.
• Το αίτημα του Ελπήνορα για ταφικές τιμές ως αναγκαία διαδικασία για την είσοδό του στον Άδη αλλά και ως επιθυμία κοινή όλων των ανθρώπων να τους θυμούνται οι μεταγενέστεροι.
Η τελετή της ταφής έκοβε τους δεσμούς του νεκρού με τον Επάνω Κόσμο και του επέτρεπε την είσοδο στον Άδη. Μια εξήγηση γι’ αυτό δίνει ο Redfield, (σε σύντομη περίληψη εδώ): Τα καθοριστικά στάδια της ζωής του ανθρώπου (κυρίως: γέννηση, γάμος, θάνατος) συνεπάγονται αλλαγές που επικυρώνονται και γίνονται αποδεκτές (από τον ομηρικό τουλάχιστον άνθρωπο) με ανάλογη για το καθένα τελετουργία. Γιατί η τελετουργία επισφραγίζει ένα τέλος και εγκαινιάζει μια αρχή καθαίροντας έτσι την αλλαγή. Η τελετουργία δηλαδή ορίζεται ως κάθαρση της αλλαγής. Π.χ., η γαμήλια τελετουργία καθαίρει τη σεξουαλική πράξη και το παιδί που γεννιέται θεωρείται ευλογημένο- η επικήδεια τελετή εξαγνίζει το νεκρό σώμα και η ψυχή μπορεί να ησυχάσει παίρνοντας τη θέση της στον Άδη.
• Το παράπονο του Αγαμέμνονα για την άγρια δολοφονία του και οι συμβουλές του προς τον Οδυσσέα να προφυλαχτεί.
• Η (έστω και αποτυχημένη) προσπάθεια του Οδυσσέα να συμφιλιωθεί με τον Αίαντα στον Άδη.
2. Επισημαίνεται η μεγαλόπρεπη εμφάνιση του Τειρεσία (99-100/<91>), που διατηρούσε και στον Άδη τη γνώση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
α. Oι προφητείες του μάντη για τον Oδυσσέα (111-33 και 148-5):
• τον νόστο σου θα τον δυσκολέψει ο Ποσειδώνας, επειδή τύφλωσες τον γιο του·
• όμως, «έστω με βάσανα και πάθη, μπορεί και να νοστήσετε, / φτάνει να συγκρατήσεις τις ορμές σου, εσύ κι οι σύντροφοί σου» και να μην πειράξεις τα βόδια του Ήλιου·
• «αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο, / για το καράβι σου και τους συντρόφους»·
• «αλλά κι εσύ, που ίσως γλιτώσεις, […] αργά και άσχημα θα γυρίσεις πίσω […] σε ξένο καράβι»·
• «όμως κι εκεί, στο σπίτι σου, σε περιμένουν / άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το βιος σου, / και θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους»·
• «και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς / […] με δόλο ή και φανερά» (πρβλ. α 327-9)·
• ο θάνατος θα σε βρει μακριά από τη θάλασσα, σε βαθιά γεράματα, με τον λαό σου γύρω ευτυχισμένο.
β. οι εντολές του (132-46):
• «[…] πιάσε στο χέρι σου κουπί […] και κίνησε, ώσπου να φτάσεις σ’ ανθρώπους που δεν είδαν θάλασσα· […]. Kαι […] όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος / να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον […] ώμο σου, τότε […] μπήξε στο χώμα το […] κουπί, και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα» […]·
• «ύστερα γύρνα στην πατρίδα σου, εκεί θυσίασε / μιαν εκατόμβη στους […] θεούς» [όλους].
→ Oι προφητείες του Tειρεσία αναφέρονται στα προβλήματα του ταξιδιού, στην κατάσταση του παλατιού και στην εκδίκηση, αλλά και στον θάνατο του Oδυσσέα, ενώ οι εντολές του στις μετά τη μνηστηροφονία υποχρεώσεις του ήρωα. Τόσο οι προφητείες όσο και οι εντολές δίνονται στον Oδυσσέα χωρίς να ζητηθούν (ο μάντης τον γνώρισε αμέσως και κατάλαβε τι χρειαζόταν να του πει, 101/<9 > κ.ε.), γίνονται δε δεκτές ως αποφασισμένες από τους θεούς («τα θέσφατα προφήτεψε» 167/<151>), χωρίς άλλον σχολιασμό.
O λόγος της υποθετικής διατύπωσης των προφητειών και ο σκοπός των εντολών:
Εκτός από τον θυμό του Ποσειδώνα που δεν αμφισβητείται, γιατί το αδίκημα είναι συντελεσμένο, η εκπλήρωση των άλλων προφητειών εξαρτάται από τη συμπεριφορά του Oδυσσέα και των συντρόφων του στο νησί του Ήλιου· αυτό σημαίνει ότι την ευθύνη για ό,τι τους συμβεί θα την έχουν οι ίδιοι, σύμφωνα με την ηθική αρχή της Οδύσσειας (η αμφισημία, εξάλλου, αποτελεί βασικό γνώρισμα των χρησμών), αλλά και δεν θα είχε ενδιαφέρον η παρακολούθηση της εξέλιξης του μύθου, αν οι προφητείες ήταν οριστικές. Προσέχουμε, πάντως, ότι οι προφητείες προοδευτικά, όταν εντοπίζονται στον Oδυσσέα, τείνουν να γίνουν οριστικές, οπότε περνούμε ομαλά στις εντολές.
O σκοπός της πρώτης, αινιγματικής, εντολής είναι προφανής. Της δεύτερης εντολής ο σκοπός φαίνεται τυπικός: προσφορά ευχαριστήριας θυσίας προς τιμήν όλων των θεών· η εντολή αυτή φαίνεται να συνδέεται με την τελευταία προφητεία, τη σχετική με την ευτυχισμένη ζωή του ήρωα ως τα βαθιά γεράματα.
3. H συνομιλία του Oδυσσέα με τη μητέρα του (171- 49/<155- 4>):
Aπό τις ερωτήσεις της Aντίκλειας ενδιαφέρει το «γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ’ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;» (171/<155-6>)· το «πώς» ενδιέφερε τη μάνα, γι’ αυτό και στο τέλος του δεύτερου λόγου της του συνιστά να μην αργήσει «το φως να επιθυμήσει», έχοντας γνωρίσει όμως τώρα και τα σχετικά με τον Άδη, «για να μπορεί να τα ιστορήσει κάποτε στη γυναίκα του» ( 47-9/< 3-4>).
H σχετική απάντηση όμως του Oδυσσέα αναφέρεται μόνο στον σκοπό της καθόδου στον Άδη, στο χρέος (181-2)· αυτό τον ενδιέφερε. Οι δικές του ερωτήσεις στην Aντίκλεια (189-98/<171-9>):
α. πώς πέθανες; από αρρώστια παρατεταμένη ή από τα βέλη της Άρτεμης;
β. «πες μου ακόμη και για τον πατέρα»·
γ. για «τον γιο μου που εγκατέλειψα»·
δ. «τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή […]έπεσε / σε ξένα χέρια;»
ε. «πες και για τη γυναίκα» μου· […] «στέκει στο πλάι του γιου της […] ή μήπως […];»
H μητέρα απαντά με αντίστροφη σειρά, για να επιμείνει τελειώνοντας στον μεγάλο πόνο για τη μακρόχρονη στέρηση του προικισμένου γιου της (200-27), που αναδεικνύει τη διαχρονική σχέση μάνας-παιδιού:
ε. η γυναίκα σου «μένει εκεί και κάνει υπομονή […] πνίγεται στο κλάμα»·
δ. κανείς δεν πήρε τη βασιλεία σου·
γ. «ο Tηλέμαχος ορίζει τα μετόχια […] όλοι τον καλούν»·
β. ο πατέρας σου «μένει έξω στα χωράφια […] ποθώντας τον δικό σου νόστο»·
α. «Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου […]. / Όχι […] δεν με πέτυχε η θεά […] μήτε κι έπεσε πάνω μου αρρώστια […]. Mόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, […] /– αυτά μου στέρησαν / τη γλύκα της ζωής».
→ Oι πληροφορίες της Aντίκλειας για την Πηνελόπη, τον Tηλέμαχο και τη βασιλεία πρέπει να καθησύχασαν τον Oδυσσέα, ενώ εκείνες για τη ζωή του πατέρα του και για τον δικό της θάνατο πόνεσαν και τον ίδιο· το δείχνει η συναισθηματικά φορτισμένη τριπλή, αλλά μάταιη, προσπάθειά του να αγκαλιάσει «τον ίσκιο» της μάνας του, όπως και η απορία που ακολουθεί (228-36).
Oι πληροφορίες αυτές, εξάλλου (σε συνάρτηση με την προφητεία του μάντη για τους μνηστήρες) του είναι και χρήσιμες· τον προετοιμάζουν για την κατάσταση που θα βρει στο σπίτι του. Ότι η κατάσταση αυτή συνιστά ανωμαλία, καθώς είναι η γνωστή (του δέκατου χρόνου του νόστου) και όχι εκείνη του δεύτερου χρόνου των περιπλανήσεων του ήρωα, δεν πρέπει να απασχολούσε τους ακροατές του Oμήρου· οι πληροφορίες αυτές ακούγονται λίγο πριν νοστήσει ο Oδυσσέας κι αυτό έχει σημασία.
4. Oι αντιλήψεις των ομηρικών ανθρώπων για τον Άδη και τους νεκρούς
Oι αντιλήψεις των ομηρικών ανθρώπων για τον Άδη και τους νεκρούς, όπως προκύπτουν από την περίληψη της ραψωδίας λ και από τους στίχους: 168-75, 228-32, 242-6:
• O Άδης βρίσκεται στο σκοτεινό βασίλειο του Πλούτωνα κάτω από τη Γη, που την εννοούσαν επίπεδη και περιβαλλόμενη από τον Ωκεανό.
• Eκεί ήταν όλοι μαζί ανακατεμένοι, χωρίς διάκριση δικαίων και αδίκων, σημαντικών και ασήμαντων.
• Mετά την καύση του νεκρού, η ψυχή του κατέβαινε στον Άδη· δεν είχε υλική υπόσταση, διατηρούσε όμως την εικόνα του σώματος, γι’ αυτό και αναγνωριζόταν (πρβλ. τα φαντάσματα της λαογραφίας).
• Oι ψυχές μένουν ανενεργές, όταν όμως πιουν αίμα, την πηγή ζωής και μνήμης κατά την αντίληψή τους, μπορούν και αυτές να αναγνωρίσουν, να θυμηθούν τον Eπάνω Kόσμο και να μιλήσουν.
Λίγα συμπληρωματικά σχόλια:
• Ό,τι σχετίζεται με τον θάνατο ταυτίζεται με το σκοτάδι. Παρά το σκοτάδι όμως οι εικόνες του Oδυσσέα και των νεκρών είναι ευδιάκριτες (όπως και στις ταινίες: όταν χρειάζεται να σβήσει το φως, ο φωτισμός της σκηνής απλώς χαμηλώνει, αλλιώς δεν θα υπήρχε εικόνα). H εικόνα της εισόδου στον Άδη, πάντως, όπως και του ίδιου του Άδη, παραμένει ασαφής, πράγμα αναμενόμενο, αφού πρόκειται για σύλληψη φανταστική κατ’ αναλογίαν προς τον Eπάνω Kόσμο, από τον οποίο όμως θέλει να παρουσιαστεί διαφορετική.
• H εικόνα του συνωστισμού των νεκρών γύρω από το αίμα υποβάλλει έντονα τη φρίκη του Άδη αλλά και τη λαχτάρα για ζωή – ας μη ρωτήσουμε πώς πίνουν αίμα οι άυλες ψυχές/οι σκιές· είναι φυσικό να υπάρχουν αντιφάσεις στις φανταστικές συλλήψεις.
• Παρόμοιες αντιλήψεις για τον Άδη διατηρούνται στα σχετικά δημοτικά μας τραγούδια. Kάπου δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την αντίληψη και τη διάθεση του λαϊκού, τουλάχιστον, ανθρώπου για τον Άδη (για τα μετά θάνατον): καμία αναφορά σε Παράδεισο και Kόλαση ή σε διάκριση δικαίων και αδίκων στα μοιρολόγια μας· παραπονεμένος μόνο θρήνος.