Πατήστε στο 4η ενότητα προκειμένου να κάνετε και τις ερωτήσεις κατανόησης
Γ‘ Θέματα για συζήτηση | ||||||||||||
1. Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η ανθρώπινη μορφή της Αθηνάς στην αρχή του διαλόγου και η θαυμαστή αναχώρησή της στο τέλος;
2. Ποια προβλήματα αντιμετωπίζει ο Τηλέμαχος και με ποιους τρόπους κατάφερε η Αθηνά-Mέντης να μεταβάλει την αδρανή στάση του, ώστε να αναλάβει πρωτοβουλίες; 3. Οι θεοί αποφάσισαν τον νόστο του Oδυσσέα. Από πού όμως τον εξαρτά η θεά Αθηνά και τι υποδηλώνει αυτό; (Βλ. τον στ. 228 και το αντίστοιχο σχόλιο.) 4. H φιλοξενία επικράτησε ως θεσμός στην ομηρική εποχή. Για ποιους λόγους; 5. Στην Ενότητα αυτή αναφέρονται πολλά πρόσωπα. Να τα κατατάξετε σε τρεις κατηγορίες, ως εξής:
6.
7. Ζωγραφίστε τον Oδυσσέα όπως τον περιγράφει η Αθηνά στους στίχους 284-285. 8. Δραματοποιήστε με έναν δικό σας τρόπο τον διάλογο του Τηλέμαχου με την Αθηνά. 9. Στη συζήτησή του με την Αθηνά ο Τηλέμαχος αγνοεί κάποια πράγματα, που οι ακροατές τα γνωρίζουν. H τεχνική αυτή στη λογοτεχνία ονομάζεται ειρωνεία |
||||||||||||
Δ. Ανακεφαλαίωση | ||||||||||||
Aπαντήστε με συντομία στις παρακάτω ερωτήσεις:
|
||||||||||||
Ε. Αποσπάσματα από τη σχετική Βιβλιογραφία – Αρθογραφία | ||||||||||||
Ερμηνευτικές επισημάνσεις
1. H πρώτη εικόνα αυτής της Ενότητας (174-5/<156-7>) αντιπαρατίθεται προς την τελευταία της προηγούμενης (169-73/<151-5>): μετά το γεύμα οι μνηστήρες ετοιμάζονται για τραγούδι και χορό, ενώ ο Τηλέμαχος αρχίζει συνομιλία με τον «ξένο»· στη συνομιλία αυτή εστιάζει ο ποιητής, ενώ στους μνηστήρες αναφέρεται μέσα από σχόλια των δύο συνομιλητών. 2. Τέσσερα ζευγάρια λόγων αποτελούν το σύνολο σχεδόν της Ενότητας αυτής· δύο μάλλον εκτενή εναλλάσσονται με δύο σύντομα. Έτσι, μετά την προηγούμενη τριτοπρόσωπη αφηγηματική περιγραφή ξαναπερνάμε στη διαλογική/δραματική. Ανακαλείται και η εναλλαγή της αφήγησης με την περιγραφή στο πλαίσιο της περιγραφικής αφήγησης, για να προκύψει ότι η εναλλαγή αποτελεί βασικό στοιχείο της επικής τεχνικής· ποικίλλει έτσι ο λόγος και αποφεύγεται η μονοτονία. 3. Τα μέχρις εδώ δεδομένα που ευνοούν τη διεξαγωγή του διαλόγου: Την Αθηνά και τον Τηλέμαχο τους συνδέει το κοινό ενδιαφέρον για τον Οδυσσέα, με διαμετρικές όμως διαφορές: Ο Τηλέμαχος, πικραμένος με την κατάσταση του σπιτιού του, οραματίζεται απελπισμένος τον πατέρα του, που θα μπορούσε γυρίζοντας να αποκαταστήσει τα πράγματα (α 128-32/<114-7>), ενώ η Αθηνά γνωρίζει ότι ο Οδυσσέας ζει και ότι στον Όλυμπο αποφασίστηκε ο νόστος του, κατέβηκε όμως στην Ιθάκη με στόχο να ενθαρρύνει τον γιο να αναλάβει ο ίδιος αυτό που θα έκανε ο πατέρας του και, ακόμη, να σπεύσει να τον αναζητήσει (α 101-7/<88-94>). Έτσι, η Αθηνά δεν θα βεβαιώσει τον Τηλέμαχο γι’ αυτά που ξέρει, αλλά θα επιδιώξει, με λεπτούς χειρισμούς, να τον δραστηριοποιήσει. Οι χειρισμοί αυτοί της θεάς, λοιπόν, είναι κυρίως το ζητούμενο. Πρώτο ζευγάρι λόγων α. Ο λόγος του Τηλέμαχου (174-96/<156-77>): Σύμφωνα με το τυπικό της φιλοξενίας, ο Τηλέμαχος, μετά το γεύμα, έπρεπε να ζητήσει από τον «ξένο» να εκθέσει τον λόγο της επίσκεψής του. Παραβαίνει όμως τα ειωθότα (και ζητάει συγγνώμη γι’ αυτό), για να του δώσει πρώτα μια εξήγηση για την ασύδοτη συμπεριφορά πολλών αντρών στο σπίτι του, αλλά και να εκφράσει τον πόνο του για την απουσία του πατέρα, τον οποίο θεωρεί αφανισμένο. Δεν παραλείπει, ωστόσο, να υποβάλει στον επισκέπτη του τις συνηθισμένες ερωτήσεις, στο τέλος όμως ξαναγυρίζει στον πατέρα: «μήπως είσαι φίλος πατρικός», ζητώντας έτσι, εμμέσως, να μάθει για τον Οδυσσέα και προβάλλοντας, συγχρόνως, μια κοινωνική πλευρά εκείνου. Ο Τηλέμαχος, με δυο λόγια, βλέπει αδιέξοδη την κατάσταση του σπιτιού του, η επιθυμία του όμως να ζητήσει πληροφορίες για τον πατέρα αποτελεί μια ρωγμή ελπίδας (βλ. α 152-3/<135>). β. Ο λόγος της θεάς (197-235/<178-212>): Η Αθηνά συστήνεται αμέσως σαν Μέντης και απαντά με συγκεκριμένα στοιχεία στις ερωτήσεις του Τηλέμαχου σχετικά με την ταυτότητά του, τον σκοπό του ταξιδιού και τη φιλία του με τον Οδυσσέα, για την οποία επικαλείται τη μαρτυρία του Λαέρτη – και γνωρίζει αρκετά γι’ αυτόν. Γίνεται έτσι πιστευτός ο «Μέντης» και δημιουργεί κλίμα οικειότητας και εμπιστοσύνης. H αναφορά δε στον λόγο της επίσκεψής του -«η φήμη μ’ έφερε / πως βρίσκεται ο πατέρας σου κιόλας στην πόλη»-, με την αισιοδοξία που τον χαρακτηρίζει πάει να αναιρέσει την απαισιοδοξία του Τηλέμαχου. H εκ των πραγμάτων διάψευση της είδησης αυτής, βέβαια, αναγκάζει τον «Μέντη» να αναδιπλωθεί αμέσως και να δώσει μια εξήγηση («φαίνεται όμως οι θεοί τού φράζουνε τον δρόμο ακόμη»), αλλά και μερικές πληροφορίες, αόριστες μεν κοντά όμως στην αλήθεια, που γνωρίζει ήδη ο ακροατής. Ακόμη, μαντεύει, σαν από θεία φώτιση, σύντομο τον ερχομό του Οδυσσέα και οφειλόμενον στην πολυμηχανία του. Ζητάει, τέλος, στοιχεία της ταυτότητας του Τηλέμαχου (δεν του είχε συστηθεί πριν με ακρίβεια), για να επιβεβαιώσει, τάχα, τις εντυπώσεις που του δημιούργησε η ομοιότητα με τον πατέρα του. Δεύτερο ζευγάρι λόγων α. Ο λόγος του Τηλέμαχου (236-45/<213-20>): Ο Τηλέμαχος απαντάει με σκεπτικισμό, που υποδηλώνει τον καημό του παιδιού που δεν γνώρισε τον πατέρα του, και εύχεται να ήταν «ενός άλλου ο γιος […], που τα γεράματα τον βρίσκουν μέσα στ’ αγαθά του». Οι αισιόδοξες όμως διαβεβαιώσεις και προφητείες του πατρικού φίλου άσκησαν κάποια επίδραση πάνω του: η προηγούμενη απελπισία για τον πατέρα του μεταβάλλεται τώρα σε αόριστη απαισιοδοξία: «ο πιο δυστυχισμένος που γεννήθηκε σ’ αυτόν τον κόσμο, / αυτός μου λένε πως με γέννησε». β. Ο λόγος της Αθηνάς (246-55/<221-9>): Αόριστη αλλά και κολακευτική για τον Τηλέμαχο γίνεται τώρα και η αισιοδοξία του «Μέντη», για να μπορέσει να τον προσεγγίσει. Με μια σειρά ερωτήσεις και διαπιστώσεις, όμως, τον ελέγχει για ανοχή της ξεδιάντροπης συμπεριφοράς των μνηστήρων, που θα προκαλούσε αγανάκτηση σε όποιον πέρναγε από εκεί, ενώ αυτός μένει αδρανής- τον βάζει έτσι μπροστά στις υποχρεώσεις του. Τρίτο ζευγάρι λόγων α. Ο λόγος του Τηλέμαχου (256-79/<230-51>): Ο προηγούμενος λόγος του «Μέντη» κέρδισε περισσότερο τον Τηλέμαχο, αλλά και τον προκάλεσε· ξεσπά, έτσι, αποκαλύπτοντας με ιδιαίτερη ένταση τα προβλήματα που τον βασανίζουν: την έλλειψη του πατέρα και τις συνέπειες αυτής της έλλειψης: • αναφέρεται στην ευτυχισμένη εποχή του βασιλικού οίκου και αποδίδει σε κακό σχέδιο των θεών την εξαφάνιση του πατέρα του (258-61/<232-5>)· • θεωρεί λιγότερο κακό έναν τιμημένο θάνατο του Οδυσσέα, γιατί η εξαφάνισή του, πέρα από τον καημό του για κείνον, του πρόσθεσε «μεγάλα βάρη» (262-71/<236-44>): -«όσοι τριγύρω στα νησιά αρχηγεύουν […] έγιναν της μάνας μου μνηστήρες»11 (272-5/<245-8>) – «εκείνη μήτε τον […] γάμο αρνείται, μήτε […] δίνει τέλος στην υπόθεση»12 (276-7/<249-50>) – «στο μεταξύ οι μνηστήρες […] ρημάζουν τα αγαθά μου» (277-8/<250-1>) – «σε λίγο θα κατασπαράξουνε κι εμένα» ως φυσικό κληρονόμο του Οδυσσέα13 (278-9/<251>). Με τις απαντήσεις αυτές ο Τηλέμαχος παρουσιάζεται αδύναμος να αντιδράσει στη δυσχερή κατάσταση του παλατιού, δίνει ωστόσο λαβές στη θεά να οργανώσει έτσι τον επόμενο λόγο, ώστε να επιτύχει τον σκοπό της. Τέτοιες λαβές είναι: • ότι η απουσία του πατέρα τού στοιχίζει πολύ, αλλά μένει αδρανής· • η επιμονή όχι στον θάνατο πια του Οδυσσέα, αλλά στην εξαφάνισή του από δυνάμεις θεϊκές· • οι αναφορές σ’ έναν τιμημένο θάνατο του πατέρα του με τον τύμβο των Παναχαιών, αλλά και στην κληρονομημένη δική του δόξα· • η πίεση που ασκούν οι μνηστήρες στη μητέρα του και η αναποφάσιστη δική της στάση· • το ρήμαγμα της περιουσίας του και ο κίνδυνος της ζωής του.
β. Ο λόγος της Αθηνάς (280-339/<252-305>): Ο «πατρικός φίλος» διαπιστώνει πόσο αναγκαίος είναι στον Τηλέμαχο ο πατέρας του και του προβάλλει μια ηρωική εικόνα του, που θα ήταν καταστροφή για τους μνηστήρες, αν «έπεφτε» έτσι πάνω τους. Την πραγματοποίηση όμως μιας τέτοιας υποθετικής εκδοχής την αφήνει στο χέρι των θεών (281-98/<253-69>)· συγκλίνει έτσι προς τη θέση του Τηλέμαχου, αν και με άλλο πνεύμα μίλησε εκείνος για τους θεούς, και με μια αποστροφή «αποσπά τη σκέψη του από τον […] πατέρα και την στρέφει στον ίδιο […] που είναι παρών και οφείλει να δράσει»: «εσένα τώρα συμβουλεύω να σκεφτείς […]. Άκου λοιπόν […]» (298/<269> κ.ε.): • να συγκαλέσεις, αύριο κιόλας, σε συνέλευση τους Αχαιούς και με μάρτυρες τους θεούς να απαιτήσεις να φύγουν από το σπίτι σου οι μνηστήρες15 (301-4/<272-4>)· • αν η μάνα σου επιθυμεί γάμο, ας γυρίσει στο σπίτι του πατέρα της16 […] (304-8/<275-8>)· • όσο για σένα, «[…] πήγαινε να μάθεις νέα του πατέρα σου […]» (309-18/<279-86>)· • και αν μάθεις πως ζει, «κάνε υπομονή γι’ αυτόν τον χρόνο» (319-20/<287-8>) περιμένοντας τον πατέρα: αισιόδοξη εκδοχή με τον Τηλέμαχο όμως αδρανή· • αν μάθεις πως δεν ζει, απόδωσέ του νεκρικές τιμές17 (321-4/<289-92>): απαισιόδοξη εκδοχή, οπότε ο Τηλέμαχος πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες τόσο ως προστάτης της μητέρας του (να την παντρέψει) όσο και ως κληρονόμος του πατέρα του (να βρει τρόπο να σκοτώσει ο ίδιος18 τους μνηστήρες19, 324-30/<292-7>). Κλείνοντας τον λόγο της η Αθηνά, διεγείρει τη φιλοτιμία του Τηλέμαχου προβάλλοντάς του το παράδειγμα του Ορέστη -σε συνάρτηση με το κίνητρο της υστεροφημίας- και υπογραμμίζει τη λεβεντιά του- τέλος, του συνιστά να μην ξεχάσει τις συμβουλές της (331-9/<298-305>). Με την προσεγμένη αυτή τακτική η θεά άσκησε παιδευτική επίδραση στον άπειρο και άπραγο ακόμη, σταθερά όμως πεπνυμένον Τηλέμαχο.
Λίγα σχόλια για τον λόγο αυτόν της Αθηνάς: Οι συμβουλές της θεάς, εκτός από τη συνέλευση και το ταξίδι, αναφέρονται σε πράγματα που δεν θα γίνουν μέσα στο έπος (όπως ο τύμβος για τον Οδυσσέα και ο γάμος της Πηνελόπης) ή δεν θα γίνουν έτσι ακριβώς (όπως η μνηστηροφονία). Αυτό το ξέρει η θεά, εν μέρει και οι ακροατές του ποιητή και τους αφήνουν αδιάφορους- ο Τηλέμαχος μόνο δεν το ξέρει. Και αφού στη δική του ενθάρρυνση και άνδρωση αποβλέπουν, οι συμβουλές αυτές δεν έχουν σημασία αυτές καθεαυτές, αλλά κατά πόσο μπορούν να επιτύχουν τον σκοπό τους. Και φαίνεται πως τον πετυχαίνουν: με την εκτενή απαισιόδοξη εκδοχή (321-9/<289-96>), που με τις ανακολουθίες της δίνει την εντύπωση μιας αφρόντιστης σύνθεσης, η θεά γυρίζει στην αρχική θέση του Τηλέμαχου, ότι ο πατέρας του χάθηκε, αυτό όμως πρέπει να το εξακριβώσει ο ίδιος. Στο τέλος μαλακώνει κιόλας το ύφος της θεάς, για να του στεριώσει την αυτοπεποίθηση. H Αθηνά, σε τελική ανάλυση, όρθωσε στον Τηλέμαχο το ερώτημα: ζει ή πέθανε ο πατέρας μου; Τον αφύπνισε έτσι και τον ενδυνάμωσε ψυχολογικά, ώστε η απαισιοδοξία του από παθητική να γίνει ενεργητική.
Τέταρτο ζευγάρι λόγων α. Ο λόγος του Τηλέμαχου (340-7/<307-13>): Ο Τηλέμαχος διαβεβαιώνει τον «πατρικό φίλο» ότι ενστερνίστηκε τα λόγια του σαν να ήταν του πατέρα του και τον παρακαλεί να καθυστερήσει λίγο για να λουστεί και να δεχτεί το καθιερωμένο το δώρο της φιλοξενίας. β. Ο λόγος της Αθηνάς (348-53/<314-8>): Ο «φίλος» όμως βιάζεται και προτείνει ν’ ανταλλάξουν δώρα «την επόμενη φορά». Η Αθηνά, τελειώνοντας το λόγο της, «σαν το πουλί πετώντας, ξέφυγε από το άνοιγμα της στέγης» και ο ποιητής μάς πληροφορεί ότι ο Τηλέμαχος -«καταλαβαίνοντας»- ενθαρρύνθηκε και προσηλώθηκε ακόμη περισσότερο στον πατέρα του. Το αποδεικνύει πηγαίνοντας αμέσως προς τους μνηστήρες ως άντρας «ισόθεος»24 (354-60/<319-24>), δεν γυρίζει όμως στην αρχική διαβεβαίωση της θεάς, ότι ο Οδυσσέας ζει και σύντομα θα γυρίσει, βεβαιώνεται μόνο για το τελικό συμπέρασμα της συζήτησης, την ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλιών από τον ίδιο. Πέτυχε, λοιπόν, τον σκοπό της η θεά.
— Από τις αντιτιθέμενες απόψεις της αρχής σχετικά με την τύχη του Οδυσσέα (την απελπισμένη βεβαιότητα του Τηλέμαχου και την αισιόδοξη βεβαιότητα της Αθηνάς), η συζήτηση κατέληξε κάπου στη μέση, στην άγνοια και στην αμφιβολία, και στην υποχρέωση επομένως του Τηλέμαχου να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Τα πολιτισμικά στοιχεία της Ενότητας Θεσμοί: α. Η φιλοξενία, ένας πολύ σοβαρός κοινωνικός θεσμός για τη σύναψη σχέσεων -ιδιαίτερα μεταξύ αρχόντων- ενταγμένος σε πλαίσια θρησκευτικά (βλ. τη σημ. 4). β. Το ανταλλακτικό εμπόριο, βασικός οικονομικός θεσμός (βλ. τη σημ. 3). γ. Η αγορά/η «συνέλευση» των πολιτών, πολιτικός θεσμός (βλ. το σχόλιο 19 ) δ. Η αυτοδικία, το άγραφο δίκαιο της εκδίκησης (βλ. τη σημ. 18). ε. Ο γάμος και η προίκα, βασικός οικογενειακός θεσμός (βλ. τη σημ. 16). στ. Το επάγγελμα του μάντη (βλ. το σχόλιο 11 και τη σημ. 6).
Αξίες ξωής: α. Το ιδανικό της ευτυχισμένης ζωής ως τα γηρατειά αλλά και το ηρωικό ιδανικό (βλ. τις σημ. 8, 10 και το σχόλιο 13). β. Η υστεροφημία (βλ. το σχόλιο 25).
Έθιμα:
α. Ταφής: ο τύμβος και άλλες νεκρικές τιμές (βλ. τα σχόλια 16 και 22). β. Η πρόταση για λουτρό και ανταλλαγή δώρων (βλ. το σχόλιο 27).
1. Ειρωνεία, γενικά, σημαίνει αντίθεση ανάμεσα σε κάτι που φαίνεται ή λέγεται και σε κάτι που πράγματι συμβαίνει ή εννοείται. Στη λογοτεχνία ειδικότερα (στο έπος, στην πεζογραφία, στο θέατρο), ειρωνεία σημαίνει συχνά αντίθεση ανάμεσα σε μια φαινομενική και σε μια πραγματική κατάσταση, την οποία αγνοούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ήρωες, τη γνωρίζει όμως ο ακροατής / αναγνώστης / θεατής και βρίσκεται έτσι σε πλεονεκτική θέση σε σχέση προς αυτούς. Αυτή η μορφή ειρωνείας σχετίζεται με την εξέλιξη της δράσης, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται δραματική. θα δούμε και άλλες μορφές ειρωνείας.
Είδη ειρωνείας:
• Λεκτική ειρωνεία που μπορεί να πάρει τη μορφή του αστεϊσμού ή εμπαιγμού (π.χ. «δες έναν γίγαντα» στη θέα ενός κοντού ανθρώπου)· αλλά και του σαρκασμού, αν έχει σκοπό να ψέξει ή να χλευάσει (π.χ. «πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε», 295/<266>), ή του ευφημισμού, αν αντικαθιστά τη δυσάρεστη λέξη με την αντίθετή της ή την παραλείπει (π.χ. Εύξεινος, αντί Άξενος, Πόντος· ευλογιά -η ασθένεια- αντί κατάρα-φοβούμαι μην πάθεις κάτι…). • Ειρωνεία της τύχης: για περιπτώσεις που συμβαίνει το εντελώς αντίθετο από αυτό που κάποιος περιμένει. β. Η ειρωνεία στο πλαίσιο της λογοτεχνίας (στο έπος, στην πεζογραφία, στο θέατρο, στους πλατωνικούς διαλόγους):
Η λειτουργία της ειρωνείας στο πλαίσιο της λογοτεχνίας Η ειρωνεία αποτελεί παραχώρηση του λογοτέχνη προς τον ακροατή του: χρησιμοποιεί «ειρωνικά» τους ήρωές του -που είναι δημιουργήματά του, ακόμη κι αν έζησαν κάποτε μέσα στην ανθρώπινη ιστορία- για να τέρψει/να συγκινήσει/να προκαλέσει το ενδιαφέρον εκείνου· σ’ αυτόν απευθύνεται. Κρύβει δηλαδή από τους ήρωές του πράγματα που τους αφορούν άμεσα, ενώ με τρόπους διάφορους τα έχει ήδη κάνει γνωστά στους ακροατές υποδηλώνοντας έτσι ότι είναι με το μέρος τους. Ο ακροατής, κατά συνέπεια, παρακολουθεί από πλεονεκτική θέση τον ήρωα που αγνοεί και πλανάται ή παιδεύεται, γιατί του διαφεύγει μια σημαντική γι’ αυτόν πραγματικότητα, και, αν πάσχει ανάξια, προκαλεί τη συμπάθειά του. «Ειρωνευόμενος» λοιπόν ο λογοτέχνης τους ήρωές του συνεργάζεται με τον ακροατή του, καθώς τον εμπλέκει στη δράση καθιστώντας τον ικανό να καταλαβαίνει με πληρότητα όσα λέγονται και διαδραματίζονται επί σκηνής, αφού γνωρίζει από πρώτο χέρι πολλά από εκείνα που αγνοούν οι ήρωες.
Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία
1. Η λειτουργία της ειρωνείας «Σε σχέση με τους περισσότερους “θνητούς” ήρωες του έπους ο ακροατής είναι και αισθάνεται προνομιούχος. Σοφά προειδοποιημένος από τον ποιητή, φτάνει κάποια φορά στο σημείο να γνωρίζει ακριβώς τι συμβαίνει, καλύτερα κι από τον ίδιο τον πολύτροπο. […] Μ’ αυτόν τον τρόπο πολύ σπάνια εκπλήσσεται. Η έκπληξη […] δεν είναι το δώρο που προσφέρει ο επικός ποιητής στον ακροατή του, σε αντίθεση με το συνήθη σημερινό δημιουργό μιας ιστορίας λογοτεχνικής, κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής. Το δικό του δώρο, βασισμένο στην παντογνωσία που ήδη πρόσφερε στον ακροατή του, είναι η δυνατότητα που του δίνει να συλλαμβάνει αυτός τις ειρωνείες λόγου και δράσης.» Ζερβού Α. Tο παιχνίδι της ποιητικής δημιουργίας στην Iλιάδα και την Oδύσσεια. Για μια θεωρία της ομηρικής ποιητικής, εκδ. Iνστιτούτου του βιβλίου – A. Kαρδαμίτσα, Aθήνα 2003.
2. O αοιδός και η τυποποίηση «Γενικά, δεν ήταν εύκολο το επάγγελμα του τραγουδιστή. O αοιδός έπρεπε να έχει εξασκήσει τη μνήμη του αι να παίζει στα δάχτυλα τη μυθολογία. Δεν έφτανε να είναι σε θέση να επαναλάβει γνωστά και πετυχημένα, δικά του ή ξένα τραγούδια· έπρεπε και να μπορεί να συνθέσει στη στιγμή και να αφηγηθεί ποιητικά, αυτοσχεδιάζοντας, όποια ιστορία παλιά ή καινούρια τού ζητούσαν ή αποφάσιζε να τραγουδήσει. Δύσκολο, αλλά για να το πετυχαίνουν οι αοιδοί είχαν αναπτύξει μιαν ιδιαίτερη τεχνική, βασισμένη στην τυποποίηση. Την τυποποίηση του ποιητικού λόγου των αοιδών την καθόριζε σε γενικές γραμμές ένας κανόνας: τα ίδια πράγματα λέγονται πάντα με τα ίδια λόγια. Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι ο τραγουδιστής είχε στον νου του μια σειρά από προκατασκευασμένες διατυπώσεις, τους λογότυπους, που ταίριαζαν στον στίχο και αποδίδανε τη μια ή την άλλη έννοια. Για παράδειγμα, κάθε φορά που κάποιος έπαιρνε τον λόγο να δώσει μια απάντηση, ο αοιδός τραγουδούσε: τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη… […] – και συμπλήρωνε τον στίχο, ανάλογα με την περίπτωση, χρησιμοποιώντας τυποποιημένες πάλι εκφράσεις, όπως …ξανθός Μενέλαος […]· …νεφεληγερέτα Zεὺς […]· …πολύμητις Οδυσσεύς […]. Όχι σπάνια ο λογότυπος αντιστοιχούσε σε έναν ολόκληρο στίχο. […] Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο αοιδός μπορούσε να ενσωματώσει στο τραγούδι του και ολόκληρες τυπικές σκηνές, όπως τις κρατούσε έτοιμες στιχουργημένες στη μνήμη του. Τέτοιες σκηνές ήταν π.χ. η υποδοχή του ξένου, η προετοιμασία ενός γεύματος […]. Ήταν μεγάλη βοήθεια για τον αοιδό, όταν αυτοσχεδίαζε, να αξιοποιήσει έτοιμο υλικό […]. Όμως ούτε ο κανόνας της τυποποίησης ούτε η τραγουδιστική πρακτική απαγόρευε τους νεωτερισμούς. Κάθε άλλο: οι τραγουδιστές νιώθαν ελεύθεροι να παραλλάξουν λίγο ή πολύ τις τυπικές διατυπώσεις, και από τις παραλλαγές τους οι καλύτερες αργά ή γρήγορα ενσωματώνονταν στο παραδοσιακό υλικό.» (Kακριδής, Φ., σσ 8-9, A΄)
|
Δείτε την ανάλυση της ενότητας