Αρχείο κατηγορίας Λογοτεχνία γ’

Πρώτες ενθυμήσεις

Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη.

Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες. Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν μπορεί να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.

Η Δέλτα μετακόμισε στη Φρανκφούρτη το 1906 και το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Για την Πατρίδα», εκδόθηκε το 1909. Σύντομα ακολουθεί και το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου». Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 την εμπνέει να γράψει το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (1911).

Το 1913 η οικογένεια Δέλτα επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεχθεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά. Το 1925 εκδίδεται «Η ζωή του Χριστού», ενώ την ίδια χρονιά εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της πολιομυελίτιδας, αρρώστιας που θα την ταλαιπωρήσει μέχρι τον θάνατό της. Το 1929 ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας «Ρωμιοπούλες», η οποία τελείωσε το 1939. Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο «Τρελαντώνης» (1932), ο «Μάγκας» (1935) και τα «Μυστικά του Βάλτου» (1937). Το 1941 ο Φίλιππος Δραγούμης εμπιστεύεται στη Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα όπου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί παίρνοντας δηλητήριο, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.

Ερμηνευτική ανάλυση:

Το κείμενο είναι απόσπασμα από τον πρώτο τόμο του αυτοβιογραφικού έργου της Πηνελόπης Δέλτα «Πρώτες ενθυμήσεις».

 

Τα θεματικά κέντρα του αποσπάσματος είναι:

  • η σχέση της κόρης με τον πατέρα
  • η εικόνα του πατέρα (φόβος και γοητεία)

 

Το σύντομο απόσπασμα περιγράφει αναδρομικά την εικόνα της πατρικής μορφής, όπως αυτή χαράχτηκε στη συνείδηση και τη μνήμη της μικρής κόρης. Η εικόνα του πατέρα περικλείει δύο αντιθετικές όψεις: από τη μια μεριά το φόβο και την τυραννική παρουσία του αυταρχικού και απρόσιτου άντρα, που διατάζει και επιβάλλεται στους γύρω του, και από την άλλη τον θαυμασμό, τη γοητεία και την υπερηφάνεια που προκαλεί ο ομορφιά, η ευγένεια και η ακεραιότητά του. Οι δύο αυτές αντίρροπες οπτικές αναπτύσσονται παράλληλα, για να συνθέσουν την εικόνα μιας μυθικής μορφής, που λατρεύεται σαν θεότητα και υποχρεώνει την αφηγήτρια να παραδεχτεί πως έμεινε «η τελευταία μεγάλη αγάπη της ζωής μου». Ο αυτοβιογραφικός μονόλογος της Δέλτα φανερώνει περισσότερα για το δικό της τραυματισμένο ψυχισμό παρά για την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του πατέρα της. Το περιστατικό με τα στρείδια, εξάλλου, δείχνει τη σημασία που έχει για την αυτοβιογραφική σκέψη μια καθημερινή λεπτομέρεια, που αποκτά στα μάτια του παιδιού – αλλά και στη συνείδηση του ώριμου αυτοβιογράφου – το κύρος και τη σημασία ενός κομβικού σημείου στη ζωή του.

 

Δομή του κειμένου:

  • 1η ενότητα: (Το πατέρα ……….μεγάλη αγάπη της ζωής μου).

Η εικόνα και ο χαρακτήρας του πατέρα καθώς και τα συναισθήματα που ενέπνεε στην οικογένειά του και στον κόσμο.

  • 2η ενότητα: (Θυμούμαι μια μέρα …………..μα θεότης).

Η καλοσύνη και η ψυχική ανωτερότητα του πατέρα.

 

Ο χαρακτήρα του πατέρα:

Απρόσιτος, βίαιος και ευέξαπτος, αυταρχικός, ευγενικός, έντιμος και ακέραιος, ειλικρινής, υπερήφανος, ευθύς, επίμονος και ανυποχώρητος, απόλυτα ευσυνείδητος, τυραννικός, γενναιόδωρος και με κατανόηση για τους άλλους.

 

Τα συναισθήματα που ενέπνεαν οι γονείς:

Ο πατέρας ενέπνεε φόβο, τρόμο, σεβασμό, θαυμασμό, υπερηφάνεια. Τα ετερόκλητα στοιχεία που συνυπήρχαν στην προσωπικότητα του πατέρα, συνδυασμένα με την άψογη εξωτερική του εμφάνιση, δημιούργησαν στην ψυχή της μικρής κόρης την εικόνα της θεϊκής μορφής. Αυτό που έκανε τον πατέρα να φαντάζει στα μάτια της κόρης σαν θεός ήταν βασικά το γεγονός ότι δεν της έδωσε ποτέ την ευκαιρία να  τον δει στα ανθρώπινα μέτρα του και να βιώσει τη φθορά που φέρνει στου ανθρώπους η στενή καθημερινή επικοινωνία και η οικειότητα. Ο πατέρα φρόντιζε να εμπνέει δέος, το είδος εκείνου του φόβου ο οποίος είναι ανάμεικτος με θαυμασμό.

Τη μητέρα τα παιδιά την αγαπούν και το ξύλο της το δέχονται σαν μια καθημερινή συνήθεια, γιατί είναι εξοικειωμένα μαζί της και δεν την φοβούνται, απλώς υπομένουν την τιμωρία.

 

Αφηγηματικά στοιχεία:

Αυτοβιογραφία είναι πεζό έργο με θέμα τη ζωή του ίδιου του συγγραφέα. Είναι το μοναδικό αφηγηματικό είδος στο οποίο ο αναγνώστης γνωρίζει εξαρχής ότι συγγραφέας, αφηγητής και κεντρικός ήρωας ταυτίζονται.

 

  • Αφήγηση: ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, βλέπει από εσωτερική οπτική γωνία (αφήγηση με εσωτερική εστίαση). Συμμετέχει στα δρώμενα και αφηγείται σε α΄ γραμματικό πρόσωπο. Η αφήγηση αποτελεί μια αναδρομή στο παρελθόν.
  • Διάλογος: ανάμεσα στον πατέρα και στη μητέρα.
  • Περιγραφή: των εξωτερικών γνωρισμάτων του πατέρα.

δελτα πατήστε εδω για περισσότερη ανάλυση

 

Attachments

ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ – Μαρία Πολυδούρη

Μαρία Πολυδούρη

maria-polidouri_b

Η Μαρία Πολυδούρη είναι ποιήτρια της Νεορομαντικής σχολής. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902 . Το 1920 χάνει τον πατέρα της και σε σαράντα μέρες τη μητέρα της. Το 1921 γράφεται στη Νομική Σχολή όπου και φοιτά δύο χρόνια. Από τη Μεσσηνία που ήταν διορισμένη μετατίθεται στη Νομαρχία της Αττικής, εκεί όπου θα συναντήσει τον Καρυωτάκη. Το ειδύλλιο που αναπτύσσεται μεταξύ τους θα παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή και στο έργο της. Το 1925 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο χωρίς να τελειώσει τις σπουδές της και φεύγει για τη Φτέρη Αιγαίου, όπου γράφει μια νουβέλα, που δεν θα δημοσιευθεί ποτέ. Αργότερα, επιστρέφει στην Αθήνα και φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στη συνέχεια μεταβαίνει στο Παρίσι αλλά προσβάλλεται από φυματίωση.Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα, νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Πέθανε το 1930 σε ηλικία εικοσιοκτώ ετών.
Ανήκει στη γενιά των νεοσυμβολιστών* του μεσοπολέμου, κάτι που γίνεται αντιληπτό από την ανήσυχη φύση της και το φιλελεύθερο χαρακτήρα της. Έγραψε τη συλλογή «Μαργαρίτες» που δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το 1922 δημοσίευσε ποιήματα της στα περιοδικά «Έσπερος» της Σύρου, «Ελληνική Επιθεώρησης», «Πανδώρα», «Οι Τρίλλιες που σβήνουν», ενώ το 1929 εξέδωσε τη συλλογή «Ηχώ στο χάος». Γενικά, στα έργα της διακρίνουμε έντονα το στοιχείο του λυρισμού, της τρυφερότητας αλλά και της γυναικείας ευαισθησίας. Πετυχαίνει να ανυψώνει τον έρωτα αλλά ταυτόχρονα και το θάνατο μέσα από τα δημιουργήματά της. Έτσι, τολμούμε να πούμε πως η ποίησή της είναι πηγαία, μολονότι διαπνέεται από ένα κύμα μελαγχολίας και νοσηρής ρομαντικότητας.

*Παρατήρηση:Νεορομαντικοί-Νεοσυμβολιστές ποιητές του Μεσοπολέμου

Γενικά χαρακτηριστικά·

απαισιοδοξία, μελαγχολία, αίσθηση του ανικανοποίητου του αδιεξόδου·

απουσία ιδανικών, θρήνος για την απώλειά τους·

στροφή στο άτομο·

καταφύγιο στην ονειροπόληση και τη φυγή·

περιφρόνηση της κοινωνίας·

επίδραση από τον γαλλικό συμβολισμό·

προσπάθειες ανανέωσης της παραδοσιακής ποίησης τόσο σε στιχουργικό επίπεδο (“παραβίαση” της αυστηρής μορφής του παραδοσιακού στίχου), όσο και σε επίπεδο περιεχομένου (σταδιακή χαλάρωση της λογικής, εμφάνιση του συνειρμού στη σύνθεση των ποιημάτων)

Ποίημα:

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες

Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.

Ανάλυση

Από τους πρώτους στίχους του ποιήματος έχουμε τη χρήση του πρώτου προσώπου κάτι που φανερώνει πως ουσιαστικά επρόκειτο για μια προσωπική εξομολόγηση- τραγουδώ – και στη συνέχεια συναντάμε το ρήμα – αγάπησες (β΄ ενικό πρόσωπο). Άρα το εγώ απευθύνεται σε ένα «συ» για το οποίο δεν γίνεται αναφορά στο ποίημα, και θα ήταν περιττό να το συσχετίσουμε με τον Καρυωτάκη. Ο αόριστος τοποθετεί τα γεγονότα, το ερωτικό βίωμα στο παρελθόν, τονίζοντας τη μοναδικότητά του και επισημαίνοντας πως αυτό ο παρελθοντικός χρόνος ολοκληρώθηκε. Η αγάπη, λοιπόν, τοποθετείται στα περασμένα χρόνια και δοκιμάστηκε σε κάθε εποχή του χρόνου, «και σε ήλιο…και σε χιόνια». Μπορεί τα πάντα να συντελέστηκαν στο παρελθόν, η σφραγίδα όμως αυτού γίνεται αντιληπτή στο «εγώ» του παρόντος.

Στους στίχους 6-10 γίνεται εντονότερη η αίσθηση της ερωτικής αγάπης και του πάθους. Το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί στη μνήμη του ερωτικές στιγμές περιπάθειας από το παρελθόν και περιγράφει τις συνέπειες των στιγμών αυτών στο παρόν. Ο συντελεσμένος αυτός έρωτας καθορίζει το παρόν της ποιήτριας. Οι αναμνήσεις καταγράφονται με τρόπο λυρικό, απλό, καθημερινό. Η παρομοίωση της με τον κρίνο καθαγιάζει το ερωτικό συναίσθημα, το εξαγνίζει απαλλάσσοντάς το από την οποιαδήποτε αίσθηση του ταπεινού. Ο ενεστώτας τονίζει τη διάρκεια των συνεπειών που γίνονται αντιληπτές στο μέλλον. Η λέξη ρίγος προοικονομεί την απώλεια που θα ακολουθήσει. Στην τρίτη στροφή στο προσκήνιο έρχονται τα μάτια, το βλέμμα, το κοίταγμα, βασικό στοιχείο έλξης και μαγείας για κάθε ερωτευμένο ζευγάρι. «Με την ψυχή στο βλέμμα»( = μεταφορά), είναι μια φράση που υποδηλώνει πως το βλέμμα είναι ο καθρέφτης της ψυχής, όλα τα συναισθήματα, το πάθος, ο πόνος, η σφοδρή επιθυμία βρίσκονται αποτυπωμένα, χαραγμένα, αιχμαλωτισμένα μέσα στα μάτια. Ταυτόχρονα το βλέμμα εκφράζει την ειλικρίνεια, τη δύναμη και την αγνότητα του ερωτικού συναισθήματος, την πηγαία αγάπη, ενώ η συγκεκριμένη φράση υποδηλώνει την υπέρτατη ευτυχία. Είναι φανερός ο εξιδανικευτικός τόνος, καθώς ο έρωτας προβάλλεται ως απόλυτη αξία που δικαίωσε την ίδια τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου, δίνοντας ουσία στην ύπαρξη του.

Η ζωή της ποιήτριας αποκτά νόημα, ανασαλεύει, όταν η αγάπη κατακτά την ύπαρξή της….. Ζωή και Αγάπη είναι αναπόσπαστα στοιχεία που δεν μπορούν να διαρραγούν. Έτσι, η ζωή τής δόθηκε για να λάβει αυτή την ξεχωριστή αγάπη, την ερωτική αγάπη. Η λέξη «ζωή» επαναλαμβάνεται, για να τονιστεί η αξία της μέσα από τον έρωτα. Ο τόνος της υπερβολής διατρέχει το σύνολο της στροφής. Χωρίς αυτόν τον έρωτα η ζωή ενδύεται το άχαρο, το ανούσιο, το ανάξιο, το ανύπαρκτο, το ανεκπλήρωτο και τελικά πληρώνεται, ολοκληρώνεται, εκπληρώνεται, γεμίζει μόνο με τον έρωτα που έζησε από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Αξίζει να επισημάνουμε πως μόλις «η ζωή της πληρώθηκε» μοιραία θα ακολουθήσει ο θάνατος. Άρα, η ζωή χωρίς τον αληθινό έρωτα γίνεται έκπτωτη, πτωτική ζωή, οδηγείται στο έρεβος, ενώ έχει διανύσει τον άθλο της. Τέλος στους στίχους 21 – 25 η Πολυδούρη συνδέει όμορφα τον έρωτα και το θάνατο….. «ωραία αγαπήθηκε, μέστωσε από τη ζωή του έρωτα, πλήθυνε τα όνειρά του αγαπημένου της…που τώρα πια βασίλεψε». Θα τολμούσαμε να μιλήσουμε για έναν ήλιο προσωρινό που μπήκε στη δύνη της ζωής της ποιήτριας, μπλέχτηκε με την ύπαρξή της, την κράτησε στα χέρια του, τη φίλησε στο στόμα, ώστε να μοιάσει με ένα κρίνο ολάνοιχτο ….όλα αυτά για χάρη της αγάπης, για χάρη ενός έρωτα που ανέτειλε κάποτε και ήρθε η ώρα να σβήσει μελαγχολικά και όμορφα, γι’ αυτό κι αυτή «γλυκά πεθαίνει». Ο θάνατος πλέον χαράζει το σημάδι του στο κορμί της ποιήτριας που πάσχει από φυματίωση.

Ο θάνατος βρίσκεται προ των πυλών της, αλλά γεύτηκε την ευτυχία….. η ψυχή της είναι πλούσια, γεμάτη, με αποτέλεσμα να αναχώρηση να μην κατέχεται από δυστυχία. Η μνήμη της έχει μνήμες, αναμνήσεις, ευωδιές από έναν έρωτα που την οδηγεί γλυκά από τη ζωή στο μύθο, από το μύθο στη λήθη και στη λησμονιά. Ο τόνος είναι ιδιαίτερα μελαγχολικός, θλιβερός, αφήνοντας μια στυφή πίκρα στο στόμα μας, χωρίς να στερεί από το ποίημα τον ερωτικό σκοπό του, το ύψιστο μεγαλείο μιας ψυχής που έζησε και αναχώρησε με περισσή χάρη από την πρόσκαιρη ζωή…… Πώς να ζήσεις έναν έρωτα, όταν ο θάνατος αντικαθιστά αστραπιαία τη ζωή; Πώς να στήσει χορό ένας έρωτας που βυθίζεται αναπόφευκτα στο χώμα; Αυτή όμως είναι η ζωή….. Το ποίημα «μόνο γιατί μ’ αγάπησες» είναι ένας ύμνος στον έρωτα, ένα τραγούδι που εκφράζει τη γνησιότητα του συναισθηματικού κόσμου και της ρομαντικής φύσης της Πολυδούρη.

 Περαιτέρω ανάλυση

 ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ«Μόνο γιατί μ ́ αγάπησες»: παρουσιάζει τα πρόσωπα: β ́ ενικό και α ́ ενικό πρόσωπο και το ρήμα δίνει τη σχέση των δύο προσώπων: «αγάπησες» → η αγάπη του εσύγια το με είναι η αιτία του διαλόγου, που θα ανοίξει μεταξύ των δύο προσώπων. Αν θεωρήσουμε ότι το α ́ πρόσωπο, το ποιητικό υποκείμενο είναι η ποιήτρια, τότε η ποιήτρια συνδιαλέγεται με το εσύ, συνδιαλέγονται η Ποίηση και η Ζωή με λυρισμό και πάθος γιατί υπάρχει αγάπη. Αλληλεπίδραση ζωής και ποίησης.Αξίζει να σημειωθεί η επιμονή της Πολυδούρη όχι στην αξία της δικής της αγάπης προς αυτόν στον οποίο απευθύνεται, αλλά της δικής του αγάπης προς αυτήν.Έτσι εκφράζει σε αντανάκλαση τη δική της αγάπη για εκείνον.
ΓΛΩΣΣΑ-ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΓΛΩΣΣΑ:απλή, άμεση δημοτική, ζωντανή.
ΥΦΟΣ:λυρικό, εξομολογητικό, νοσταλγικό, τρυφερό, με έντονη ερωτική διάθεση και εξομολογητικό χαρακτήρα.
ΣΤΙΧΟΣ-ΜΕΤΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ Ιαμβικό μέτρο (ύμνος στον έρωτα) με εναλλαγή 12σύλλαβων, 11σύλλαβων και 7σύλλαβων στίχων → αποτρέπεται η μονοτονία και εξασφαλίζεται η μουσική ποικιλίακαι η υποβλητικότητα των συναισθημάτων, όπως και με την επαναφορά μεταξύ του 1ουκαι του τελευταίου στίχου κάθε στροφής (επωδός-ρεφραίν). Ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή.Παρατηρούνται επίσης αρκετοί διασκελισμοί π.χ. «…γιατί μ ́ αγάπησες/στα περασμένα χρόνια…», «…με κράτησες στα χέρια σου/μια νύχτα…», «με κύτταξαν/με την ψυχή στο βλέμμα…» κ.α.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥΤα σχήματα λόγου και ιδιαίτερα οι επαναλήψεις λέξεων π.χ. μόνο, ζωή, ωραία,… το σχήμα του κύκλου ο 1οςμε τον 5οστίχο σε κάθε στροφή, οι μεταφορές π.χ. «…ωραίε, που βασίλεψες…», «έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα…», κ.α, ηπαρομοίωση «είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο…», , η εναλλαγή των χρόνων ενεστώτας και αόριστος και των προσώπων α ́και β ́, η υπερβολή «μόνο γιατί μ ́αγάπησες γεννήθηκα…», δημιουργούν μια τρυφερή, αυθόρμητα ατμόσφαιρα κι αποδεικνύουν ότι η Πολυδούρη τεχνοτροπικά ακολούθησε το νεορομαντισμό και το νεοσυμβολισμό.
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ Β ́ΠΡΟΣΩΠΟΥ
1. Αμεσότητα και παραστατικότητα.
2. Μοιάζει με ημερολόγιο, ερωτικό γράμμα ή ερωτικό διάλογο.
3. Δε γίνεται αόριστα λόγος για την αγάπη, αλλά απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. Το «εσύ» δεν κατονομάζεται, μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Γράφει έναν ύμνο στον έρωτα.
4. Το ποίημα κερδίζει σε λυρισμό γεγονός που έκανε τον Τέλλο Άγρα να μιλήσει για λυρική ποίηση που «απαρτίζεται εξ ελεγειών».
Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΜΟΝΟ»
[4]Η ύπαρξη, κυριαρχική και βαρύνουσα, του «μόνο», μοναδική αιτία του διαλόγου η αγάπη, επιβεβαιώνει ότι το ποίημα έχει άξονα αναφοράς τον Έρωτα, ένα ποιητικό, ερωτικό κείμενο με συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις, ενταγμένο στο νεορομαντισμό. Επιδιώκει να παρουσιάσει τον έρωτά της ως την πηγή της ολοκλήρωσης και της ευτυχίας.
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥΘέλει να δείξει το πέρας της ερωτικής σχέσης. Η αγάπη που υμνεί έζησε στο παρελθόν.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΡΟΦΩΝ
1η ΣΤΡΟΦΗ
ΣΤ. 1 :χαρακτηρίζει το δημιούργημά της τραγούδι –προσδιορίζει την πηγή της έμπνευσής της.Δύο ρήματα: «τραγουδώ», ενεστώτας, παρόν και «αγάπησες», αόριστος, παρελθόν. Το τώρα ένα τραγούδι αποτέλεσμα της αγάπης του τότε. Ο Έρωτας, η Αγάπη που γίνεται Ποίηση.ΣΤ. 2 :καθιστά προφανές πως αναφέρεται σε ερωτική ιστορία που έχει λήξει (« στα περασμένα χρόνια»)ΣΤ. 3 –4 :αναφέρεται με λυρισμό στις εποχές του έτους –σύνηθες μοτίβο στη λυρική –ερωτική ποίηση. Συγκεκριμένα:*ήλιος : δηλώνει καλοκαίρι*καλοκαιριού προμάντεμα : άνοιξη*βροχή : φθινόπωρο*χιόνια : χειμώνας.Αρχίζει την αναφορά στις 4 εποχές, με αφετηρία το καλοκαίρι. Πιθανόν τότε να δημιουργήθηκε η σχέση, να άρχισε ο έρωτας.Ταυτόχρονα, με την αναφορά και στις 4 εποχές του έτους, δηλώνει πως ο έρωτας συμβαίνει σε κάθε στιγμή της ζωής του ανθρώπου. Υποδηλώνεται διάρκεια και συνέχεια. Η σχέση μπορεί να λήξει, τα συναισθήματα εξακολουθούν.Η στροφή θα κλείσει με την επανάληψη του 1ουστίχου. Επωδός που δίνει τη βεβαιότητα των συναισθημάτων της ποιήτριας καθώς αφαιρείται το κόμμα που υπάρχει στον 1οστίχο. Το κόμμα, μικρό σημείο παύσης πριν την αιτιολόγηση, αφήνειένα περιθώριο έστω και μικρό, δισταγμού. Στον τελευταίο στίχο η αφαίρεσή του προσθέτει την απόλυτη βεβαιότητα
2η ΣΤΡΟΦΗ
Δίνεται μια εικόνα οπτική.Το αόριστο «αγάπησες» της προηγούμενης στροφής παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή στη μοναδικότητα των ερωτικών στιγμών, που βίωσε στο παρελθόν γεγονός που ολοκλήρωσε την ύπαρξη της.
 ΣΤ. 8 :παρουσιάζει την αγάπη να τη διαμορφώνει εξωτερικά, να την καθιστά όμορφη. «Είμαι ωραία…», η ομορφιά ως αποτέλεσματου έρωτα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την αγνότητα, όπως δίνεται με την παρομοίωση «σαν κρίνο ολάνοιχτο». Ο έρωτας δρα εξαγνιστικά και δίνει ομορφιά στην ποιήτρια.ΣΤ. 9 :μέσα από μια μεταφορική έκφραση δηλώνεται πως ο απόηχος της ερωτικής συγκίνησης διατηρείται ακόμα μέσα της.Τρεμουλιάζει το ποιητικό εγώ μπροστά στο μεγαλείο και στη δύναμη του έρωτα ή μήπως το ρίγος γεννιέται από το φόβο ενός πιθανού θανάτου αυτού του ίδιου του έρωτα;
3η ΣΤΡΟΦΗ
Οπτική εικόνα ΣΤ. 11 :εκφράζει την αμοιβαιότητα, την ανταπόκριση, από την πλευρά του εραστή.ΣΤ. 12 :μέσα από τη μεταφορά, το βλέμμα παρουσιάζεται ως φορέας και εκφραστής του εσωτερικού κόσμου (κοινός τόπος).Τα μάτια εκφράζουν την ψυχή, εξομολογούνται βαθύτερα συναισθήματα, την αλήθεια, παρουσιάζουν την ουσία, το «είναι» του καθενός. Τα μάτια του «εσύ», μάτια ερωτευμένου, αισθητοποίησαν τον έρωτα στο βλέμμα του και η ποιήτρια μέσα από το ερωτικό βλέμμα ένιωσε τη δικαίωση της ύπαρξης της.ΣΤ. 13 –14 :ο έρωτας παρουσιάζεται να διαμορφώνει τον εσωτερικό της κόσμο, μέσω του βλέμματος –ενώ προηγουμένως διαμόρφωσε την εξωτερική της εμφάνιση. Τώρα, φτάνει ως τα μύχια της ύπαρξής της η ματιά του εραστή και την κάνει να συνειδητοποιεί πως υπάρχει. Επίσης, τη βοηθά να αντιληφθεί και το μεγαλείο της ύπαρξής της. Η ποιήτρια παρουσιάζει τον εαυτό της ως βασίλισσα επιβεβαιώνοντας αυτόν τον τίτλο με την αναφορά στο «στέμμα», που δε είναι άλλο από τον Έρωτα. Η ιδιότυπη αυτή βασίλισσα υπάρχει γιατί η εξουσία της απορρέει από τον Έρωτα, που ένιωσε το «εσύ». Ο Άλλος για εκείνη.
4η ΣΤΡΟΦΗ
Συνεχίζεταιτο μοτίβο της οπτικής επαφής της τρίτης στροφής. «… όπως πέρναα με καμάρωσες και στη ματιά σου… να πονάει». Εκείνος καμαρώνει (θαυμάζει) την αγαπημένη του . Εκείνη καθρεπτίζεται στο βλέμμα του και νιώθει να ζει ένα όνειρο, «… ως όνειρο»
.5η ΣΤΡΟΦΗ
Στην πέμπτη στροφή οι εκδηλώσεις της αγάπης δίνονται άταχτα, χωρίς κάποια σειρά, « δισταχτικά σα να με φώναξες… τα χέρια… το θάμπωμα». Σε αντίθεση η αγάπη Εκείνης είναι πλήρης, «μια αγάπη πλέρια»
.
6η ΣΤΡΟΦΗ
 Σ ́ αυτή τη στροφή απεικονίζεται το πλησίασμα των δύο αγαπημένων. Στηρίζεται πάλι στο σχήμα αίτιο-αποτέλεσμα. Εκείνη έχει την αίσθηση ότι την ακολουθεί όπου πήγαινε.
7ηΣΤΡΟΦΗ
ΣΤ. 31 –32:Αρχίζει με μία υπερβολή, που στηρίζεται πάλι στο σχήμα αίτιο-αποτέλεσμα. Προσδιορίζει τον έρωτα ως το λόγο της φυσικής της ύπαρξης, Η αγάπη τη γέννησε ουσιαστικά. Το ρήμα «γεννήθηκα» παρουσιάζει, όμως, αμφισημία και μπορεί να δηλώνει την αφύπνιση του εσωτερικού κόσμου, τον προορισμό του ανθρώπου ή, κυριολεκτικά, την έναρξη της φυσικής ύπαρξης.ΣΤ. 33-34:Μέσα από την αντίθεση«άχαρη, ανεκπλήρωτη ζωή vsζωή πληρώθη»η ποιήτρια ομολογεί: η Αγάπη με οδήγησε στην ψυχική ολοκλήρωση, στη συναισθηματική πλήρωση,στην ηθική τελείωση. Χωρίς έρωτα, ο άνθρωπος δεν ολοκληρώνεται, γιατί είναι στη φύση του, αλλά και δεν μπορεί να αντιληφθεί την ομορφιά της ζωής (άχαρη).Η τριπλή επανάληψη«ζωή…ζωή…ζωή…» ολοκληρώνει την ομολογία υπογραμμίζοντας: Ζωή χωρίς αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει κι αν υπάρχει δεν είναι αληθινή, γιατί ο αληθινός είναι ο άνθρωπος που είχε την τύχη ν ́ αγαπηθεί αλλά και ν ́ αγαπήσει μέσα από το βίωμα της αγάπης του άλλου.Αφενός την οδήγησε στην εσωτερικήολοκλήρωση, καθιστώντας την ευτυχισμένη και πλήρη, αφετέρου την κατέστησε ποιήτρια, της χάρισε, δηλαδή, μια ιδιότητα που δεν ανήκει στους πολλούς
.8η ΣΤΡΟΦΗ
Χαρακτηρίζει την αγάπη που της χαρίστηκε με τον επιθετικό προσδιορισμό «διαλεχτή», για να δηλώσει ότι ήταν μοναδική, ξεχωριστή. Σ ́ αυτήν την αγάπη συμμετέχει η φύση, « η αυγή, η νύχτα, αστέρια». Η απεραντοσύνη και το μεγαλείο της αγάπης αναδεικνύεται με τη συμμετοχή της φύσης. Η στροφή έχει έντονο λυρικό στοιχείο.
9η ΣΤΡΟΦΗΣΤ. 41-42:χαρακτηρίζει την αγάπη που της χαρίστηκε με τον επιρρηματικό προσδιορισμό «ωραία», για να δηλώσει ότι την αντιμετωπίζει χωρίς πικρία, παρόλο που έχει τελειώσει, εφόσον είχε την ιδιότητα του «ωραίου», δηλαδή την ικανοποιούσε, την ευχαριστούσε, της άρεσε.Το «μόνο» τρέπεται σε «μονάχα» και το σχήμα αιτία-αποτέλεσμα διαμορφώνεται ως εξής: «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ ́αγάπησες έζησα… κι έτσι γλυκά πεθαίνω…». Η αγάπη-αιτία και το αποτέλεσμα διπλό: ζωή και γλυκός θάνατος.ΣΤ. 42 –43 : «να πληθαίνω τα ονείρατά σου»:σκοπός της ζωής της ήταν η ανταπόδοση της ευεργεσίας που της προσέφερε ο αγαπημένος της, με τον έρωτά του.
 ΣΤ. 43: «ωραίε» :τον προσφωνεί με αυτόν τον τρόπο, παρουσιάζοντάς τον εξιδανικευμένο, για την ίδια.«που βασίλεψες» :αποκαλύπτεται η αιτία που κατέστησε τον έρωτα παρελθόντα: ο θάνατος. Με μεταφορική έκφραση και ευφημισμό, αναφέρεται στο θάνατο του αγαπημένου της.ΣΤ. 44 :οξύμωρο: «γλυκά πεθαίνω…», επισημαίνει τη γλύκα, που αποκτά ο θάνατος για δύο λόγους: και γιατί αξιώθηκε να ζήσει την αληθινή ζωή, που προσφέρει η αγάπη αλλά και γιατί τώρα ο θάνατός της θα τη φέρει κοντά στο «εσύ» που «βασίλεψε»

 

Όσο Mπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

 

Ο Ρένος Αποστολίδης για το ποίημα

“Θα συνιστούσα αυτό το ποίημα να το μάθουν απόξω, όσο γίνεται περισσότεροι άνθρωποι, και να το ξαναδιαβάζουν, να το ξαναλένε στον εαυτό τους, όπως, να πούμε, είναι κάτι τέτοια ποιήματα – ξέρω γω – σαν το “Αν μπορείς” του Κίπλινγκ, έτσι … Αυτό… να το μάθουν απόξω και να το λένε. Λέγεται Όσο μπορείς.  

Προσέχετε τι λέει; Και σκεφτείτε τη ζωή μας, τη δικιά μας, τη ζωή των κοινωνιών των συγχρόνων, τη ζωή των εκδηλώσεων…

Όλοι πολλοί μαζί… στέκουν όρθιοι, λένε λόγια… τούτο… κείνο… τάχα αγαπιούνται… φιλιούνται — φιλάν τον αέρα, δεξιά κι αριστερά απ’ τα μάγουλα ο καθένας, κανένας δε φιλάει πράγματι τα μάγουλα, κανένας δε φιλάει πράγματι το στόμα, κανένας δεν επιθυμεί πράγματι όσο λέει πως επιθυμεί τον άλλο, “Α!…τι ωραία που σε είδα!…”

Αυτή είναι η πολλή συνάφεια του κόσμου, οι πολλές κινήσεις κι ομιλίες, κι όλη αυτή η ψευτιά, το θέατρο… – η οποία, λέει, εξευτελίζει τη ζωή… την εκθέτει… στην καθημερινήν ανοησία των σχέσεων και των συναναστροφών.

Εδώ δείχνεται ο πράγματι – θα έλεγα – επαναστατικός Καβάφης, προσωπικά επαναστατικός, – γιατί δεν ξέρω αν επανάσταση είναι η φωνή…, η επίθεση…, η μάχη… και μήπως είναι πιο φοβερή επανάσταση η απόφαση ότι δεν έχω καμμιά σχέση με το κακό και τη φλυαρία αυτού του κόσμου !

Τον είπανε ποιητή της παρακμής…, αυτά είναι γελοιότητες. Ας στο ξαναλέει ο καθένας, ας το μάθει απόξω αυτό το ποίημα – θα του κάνει καλό –

Αν γλιτώσει και μία μονάχα απ αυτές τις εκδηλώσεις κι απ αυτές τες συνάφειες και τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες, – θα είναι μεγάλο κέρδος.”

πηγή : http://stavrochoros.pblogs.gr

Το ποίημα γράφτηκε το 1913 και ανήκει στα φιλοσοφικά ή διδακτικά/παραινετικά ποιήματα του Καβάφη. Σύμφωνα με τον Παπανούτσο τα φιλοσοφικά ποιήματα του Καβάφη χωρίζονται στις παρακατω κατηγορίες :

α) σε αυτά που καταπιάνονται με το θέμα των τειχών (δηλαδή του αποκλεισμού από την αληθινή ζωή)

β) σε όσα  θέτουν  το θέμα της ύβρεως,(δηλαδή της αλαζονικής συμπεριφοράς)

γ) σε όσα μιλούν για τη ματαιότητα του πλούτου και της φήμης

δ) σε όσα τοποθετούνται στο θέμα της αξιοπρέπειας.

Θέμα

Ο ποιητής προτείνει πρακτικούς κανόνες και ηθικές αρχές για την καθημερινή κοινωνική ζωή. Με στόχο την προστασία της ατομικότητας και της αξιοπρέπειας, απευθύνει ένα σύντομο υπόδειγμα ζωής στον αναγνώστη και ξετυλίγει τη βιοθεωρία του.

ΑΝΑΛΥΣΗ Α’ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Από την αρχή του ποίηματος φαίνεται ότι ο Καβάφης αναγνωρίζει ότι ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να κάνει όνειρα στη ζωή του και να την σχεδιάζει όπως θέλει. Πολύ συχνά συμβαίνει όμως κάποια από τα όνειρά μας να μένουν απραγματοποίητα. Γι’αυτή την περίπτωση μας μιλάει ο ποιητής. Θεωρεί ότι στη ζωή γίνεται ένας διμέτωπος αγώνας : αγωνιζόμαστε να κερδίσουμε διάφορα πράγματα και ταυτόχρονα αγωνιζόμαστε να μη χάσουμε άλλα, οφείλουμε να προσπαθούμε να ζούμε όπως θέλουμε, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να προσπαθούμε να ζούμε κι όπως πρέπει. Όταν η ζωή μας δεν είναι πραγματικά αυτή που ονειρευόμασταν, θα πρέπει να προσπαθούμε να μη γίνεται φτηνή και απρόσωπη.
Χρησιμοποιώντας το ρήμα “προσπάθησε”, το επίρρημα “τουλάχιστον” και τη φράση “όσο μπορείς” δείχνει ότι δεν είναι αυστηρός και ότι κατανοεί τις δυσκολίες που υπάρχουν. Η προτροπή του (“μην την εξευτελίζεις”) έρχεται μετά από μια άνω κάτω τελεία για να τονιστεί ιδιαίτερα. Οι φθοροποιές δυνάμεις είναι :
α) η πολλή συνάφεια του κόσμου (οι καθημερινές ανόητες, άσκοπες, ανούσιες συναναστροφές)
β) οι πολλές κινήσεις και ομιλίες (οι ηχηρές, πολύβουες συμμετοχές σε κοσμικότητες, η υπερβολική συμπεριφορά, η υπερέκθεση)

ΑΝΑΛΥΣΗ Β’ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Επαναλαμβάνεται η προτροπή “μη την εξευτελίζεις” κι έτσι γίνεται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο ενότητες, ενώ ταυτόχρονα παίρνει κυρίαρχη θέση μέσα στο ποίημα. Οι μετοχές που ακολουθούν είναι όλες τροπικές, φανερώνοντας το τρόπο με τον οποίο η ζωή μπορεί να εξευτελιστεί. Το αντικείμενο των μετοχών είναι πάντα η ζωή, ενώ το γεγονός ότι τίθενται σε ενεργητική φωνή υποδηλώνει την εκκούσια συμμετοχή του καθενός μας στον πιθανό εξευτελισμό. Οι τρεις μετοχές παραθέτονται κλιμακωτα : πηαίνοντας (τονίζεται η απόσπαση της ζωής από τον άνθρωπο), γυρίζοντας (τονίζονται οι μηχανιστικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις) και εκθέτοντας (τονίζεται η ματαιοδοξία και η επιδειξιομανία ενός ανθρώπου ρηχού).
Αν ο άνθρωπος διαπράξει το αδίκημα να σπαταλήσει το δώρο της ζωής σε φθηνές κοινωνικές σχέσεις και σε ρηχές συνομιλίες, υπερβαίνοντας τα όρια της αξιοπρέπειάς του, απλά και μόνο για δείξει ότι ανήκει κι αυτός στη μάζα και να φανεί, τότε θα απογυμνωθεί από κάθε αξία και θα είναι άξιος λύπησης. Η ηθική απογύμνωση και η αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του είναι το αποτέλεσμα, αν δε θέτει όρια, αν δεν έχει το θάρρος και τη λεβεντιά να υψώσει το δικό του ανάστημα στο κοινωνικά αποδεκτό, όταν αυτό είναι επικίνδυνο.
Ο Καβάφης δεν μας αποτρέπει από το να είμαστε κοινωνικοί, αλλά καταδικάζει την κακής ποιότητας κοσμικότητα, την κοινωνική υποκρισία, τις αληθινές δηλαδή όψεις της αντικοινωνικότητας.

Ο ΤΙΤΛΟΣ
Ο τίτλος του ποιήματος είναι κειμενικός (δηλαδή υπάρχει και μέσα στο κείμενο/ποίημα). Ο Καβάφης προτείνει να ακολουθήσουμε το δύσκολο δρόμο της αντίστασης στη μαζοποίηση. Αναγνωρίζει τις δυσκολίες που υπάρχουν και γι’αυτό δεν είναι απόλυτος και αυστηρός. Η φράση “όσο μπορείς” τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος και τον προσωπικό αγώνα που ο καθένας μας πρέπει να δώσει.

Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ Β’ ΕΝΙΚΟΥ
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί το β’ ενικό μιας και πρόκειται για ένα παραινετικό ποίημα που απευθύνεται στον αναγνώστη. Ο ποιητικός τόνος γίνεται οικείος, ζεστός και άμεσος.

ΠΟΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΦΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ;
1. Η καβαφική αξιοπρέπεια/ η αίσθηση του χρέους : προβάλλεται στο ποίημα και αποτελεί βασική αξία του. Ο άνθρωπος οφείλει όταν βλέπει ότι διάφορα όνειρά του δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, να είναι αξιοπρεπής και να μη θυσιάζει την ατομικότητά του στο βωμό ανούσιων συναναστροφών μόνο και μόνο για να γίνει κοινωνικά αποδεκτός.
2. Η γλώσσα : είναι η γνωστή ιδιότυπη καβαφική γλώσσα : δημοτική (π.χ. εξευτελίζεις αντί ευτελίζεις), καθαρεύουσα/ αρχαΐζουσα (την καθημερινήν) και ιδιωματισμούς (στες αντί στις, πηαίνοντας αντί πηγαίνοντας)
3. Πεζολογικό ύφος : δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία, ούτε πολλά επίθετα και εκφραστικά μέσα. Μοιάζει σα να είναι προφορικός ο λόγος του Καβάφη, κάτι που εξυπηρετεί το παραινετικό στυλ του ποίηματος.

Πηγη http://skapanefs.blogspot.com/2012/04/blog-post_5998.html

Ζητείται ελπίς

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Κεντρικό θέμα: Η διάψευση των ελπίδων με το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου μέσα από την ειδησεογραφία μιας εφημερίδας.

  • Αβεβαιότητα, φόβος για την έκρηξη νέου πολέμου, τοπικές εστίες συγκρούσεων, εύθραυστη ειρήνη, πυρηνικές δοκιμές, κίνδυνος από την ραδιενέργεια.
  • κοινωνική δυστυχία που οδηγεί σε αυτοκτονίες, φτώχεια, ιδεολογική σύγχυση, ανασφάλεια, απελπισία, απόγνωση, συλλογική αδιαφορία, φόβος για το μέλλον.
  • Ο αφηγητής αφηγείται την ιστορία παραθέτοντας εναλλάξ στοιχεία της εξωτερικής πραγματικότητας (το καφενείο, η εφημερίδα, οι ειδήσεις, οι ενέργειες του ήρωα, οι κινήσεις του ήρωα, το σούρουπο, το είδωλο του στο καθρέφτη, τα τρόλεϊ, το πλήθος, τα τσιγάρα και ο πωλητής, το ξαναδιάβασμα της εφημερίδας) και στοιχεία του εσωτερικού κόσμου (σκέψεις για ενδεχόμενο νέου πολέμου, προβληματισμός για την έναρξη συνεχόμενων τοπικών πολέμων, διάψευση ελπίδας για παγκόσμια ειρήνη, ιδεολογική σύγχυση, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, έλλειψη πίστης σε ιδεολογίες, αναδρομή στις ελπίδες του παρελθόντος και συνειδητοποίηση της απουσίας ελπίδας, μνεία των συγγραφικών του πονημάτων ) ή συναισθήματα του ήρωα (Απογοήτευση και απελπισία για την διάψευση των ελπίδων του, ανασφάλεια για την κατάσταση της κοινωνίας και το μέλλον του κόσμου, πανικό και υπαρξιακή αγωνία στη σκέψη της απώλειας της ελπίδας, φόβο για το μέλλον, μικρή και παράλογη ελπίδα μετά την σκέψη να εκφράσει την υπαρξιακή του αγωνία μέσω μιας αγγελίας. )
  • Το διήγημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «στατικό», γιατί λείπει η δράση και η κίνηση, καθώς ο ήρωας είναι καθηλωμένος στο χώρο του καφενείου και λειτουργεί αποκλειστικά ως αναγνώστης εφημερίδας. Ωστόσο η αφηγηματική αδράνεια αντικαθίσταται και αναπληρώνεται από μια άλλη δράση που ο ήρωας του διηγήματος τη ζει ως εσωτερική ένταση.

 

Ενότητες

   Ενότητα 1η: « Όταν μπήκε στο καφενείο…Το πανόραμα της ζωής!» Η ανάγνωση της εφημερίδας.

Η λιτή γλώσσα του συγγραφέα αποδίδει τον κοινωνικό προβληματισμό και το ψυχολογικό αδιέξοδο του κεντρικού ήρωα. Ο ίδιος παρατηρεί τις εξελίξεις στη λεωφόρο , η οποία συμβολίζει τη ζωή, περιορισμένος σε ένα καφενείο, πίσω από μία τζαμαρία που οριοθετεί ακριβώς αυτή τη φυλακή του. Οι ειδήσεις της εφημερίδας εντείνουν την αγωνία του και αποδίδουν το ζοφερό κλίμα της εποχής. Αυτό το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας διαμορφώθηκε διότι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου δεν είχε ως αποτέλεσμα την πολυπόθητη και αναμενόμενη ειρήνη. Αντίθετα, δημιούργησε την προσδοκία και το φόβο ενός επερχόμενου πολέμου. Οι εφημερίδες εκείνης της εποχής περιείχαν σχεδόν την ίδια θεματολογία με τις σύγχρονές μας εφημερίδες και αναφέρονταν σε εγκλήματα, ειδήσεις που αφορούσαν την οικονομία αλλά και κοσμικά νέα και μικρές αγγελίες. Από τις ειδήσεις της εφημερίδας του ήρωα, ξεχωρίζουμε το έλλειμα του προϋπολογισμού και τις τρεις αυτοκτονίες γιατί πρόκειται για ενδείξεις του αδιέξοδου, ανέλπιδου μέλλοντος μετά τον πόλεμο.

Ο ήρωας κυριεύεται από πανικό και απελπισία, καθώς περνάει η ώρα και συνειδητοποιεί τη ζοφερή κατάσταση που βιώνει η γενιά του. Αυτή η ψυχική κατάσταση αποτυπώνεται στις κινήσεις του καθώς περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και ιδρώνει εκδηλώνοντας έτσι την αγωνία και την απελπισία του.

Ενότητα 2η: « Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο… Δεν μπορεί παρά να’χουν» Η ελπίδα.

Σημαντικό χαρακτηριστικό της 2ης ενότητας του κειμένου αποτελεί η επανάληψη του ρήματος «ελπίζω» και των παραγώγων του. Επιπλέον, οι λέξεις σύγχυση, ταραχή, πόλεμος και ειρήνη είναι συναισθηματικά φορτισμένες και προκαλούν ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα, ενσωματωμένες σε ένα διήγημα που σχετίζεται με τον πόλεμο.

Ανάμεσα στις ελπίδες του, που διαψεύστηκαν, ο συγγραφέας αναφέρει και αυτές που αφορούσαν την κομμουνιστική ιδεολογία του. Ο κομμουνισμός υποστηρίζει την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και τη θεμελίωση αταξικής κοινωνίας. Πρόκειται για μία ιδεολογία με πολλούς υποστηρικτές στην χρονική περίοδο που εντάσσεται το παρόν διήγημα.

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η αναφορά σε μία παιδική ανάμνηση του ήρωα, η οποία παραλληλίζεται με την απουσία ελπίδας που κυριαρχεί στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας  ( μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο). Συγκεκριμένα αναφέρεται στην ανίατη αρρώστια της θείας του όταν ο ίδιος ήταν παιδί. Του είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό η φράση του γιατρού « δεν υπάρχει ελπίδα» και του θύμισε αρκετά την τωρινή του κατάσταση. Ήταν ένα εύστοχο παράδειγμα για να μας εξηγήσει, πιο παραστατικά ίσως, ότι η απουσία ελπίδας στη ζωή του ανθρώπου, ισοδυναμεί με θάνατο.

Ενότητα 3η: « Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα…στο αυριανό φύλλο» Αντίδραση στην πραγματικότητα

Ο ήρωας αντιλαμβάνεται ότι η παθητική στάση της γενιάς του οδηγεί σε αδιέξοδο. Συνεπώς αποφασίζει να δράσει και να φανερώσει σε όλους – μέσω μίας αγγελίας- αυτό που λείπει από τον καθένα μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου: η ελπίδα. Θα την ψάξει μέσα από το σπαρακτικό «ζητείται» της αγγελίας του . Η ελπίδα είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της ζωής, για την εξέλιξη πέρα από τη στασιμότητα που έχει προκαλέσει η έλλειψή της. Η ελπίδα γεννά την προσδοκία, τους στόχους, τα όνειρα και αποτελεί βάση της ύπαρξής μας. Η ελπίδα είναι ο μοναδικός τρόπος διαφυγής από το αδιέξοδο που γέννησε ο πόλεμος. Όπως διαπιστώνουμε από την στάση του ήρωα, η ελπίδα αναδύεται μέσα από τη δράση και όχι την αδράνεια. Η αναζήτηση της ελπίδας πρέπει να είναι διαρκής…

                           Χαρακτηρισμός του κεντρικού ήρωα

Ο ήρωας συνηθίζει να διαβάζει καθημερινά εφημερίδα, να παρατηρεί τη ζωή γύρω του και  επιλέγει τη συγγραφή διηγημάτων ως τρόπο έκφρασης των προβληματισμών του. Είναι πνεύμα ανήσυχο, κριτικό, με ενδιαφέρον για τα προβλήματα της εποχής του. Έχει αγωνιστεί υπερασπιζόμενος τα ιδανικά του τα οποία τώρα διαπιστώνει ότι καταρρέουν. Το πάθος που γεννούσε η πίστη του σ’αυτά , έδωσε τη θέση του στην απελπισία ως απόρροια της απογοήτευσης και της διάψευσης των ελπίδων του. Νιώθει βαθιά λύπη καθώς παρακολουθεί την πραγματικότητα να διαλύει τα όνειρα και τις προσδοκίες του. Πρόκειται για έναν ιδεαλιστή, γεμάτο αγάπη για τον συνάνθρωπό του με τον οποίο όμως βιώνει μία έλλειψη επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης, οι οποίες θα ήταν λογικό να υφίστανται εφόσον η διάψευση των ελπίδων αποτελεί μία γενικευμένη κατάσταση. Η διάψευση φαίνεται από τα αποσπάσματα της εφημερίδας που παρατίθενται (κατά σειρά: τεταμένη παγκόσμια πολιτική σκηνή με τοπικούς πολέμους, απειλή από τη ραδιενέργεια, κίνδυνος νέου πολέμου, προβληματική οικονομία και εξαθλίωση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων , απελπισία στα όρια της αυτοκτονίας, μιμητισμός και αλλοτρίωση της άρχουσας τάξης). Η ειδησεογραφία λειτουργεί σα μανιβέλα στο μυαλό του ήρωα ως αφορμή και όχι αιτία («Δεν έφταιγε η εφημερίδα….») για να προοικονομήσει τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουν οι άνθρωποι της εποχής: Φόβο για νέο πόλεμο («η σκιά του 3ου… στην Ινδοκίνα σήμερα αύριο…, Ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου…, … πως ο εφιάλτης του πολέμου δεν θα στοίχειωνε πια τη γή μας…, … Την ειρήνη, τη βαθειά τούτη λαχτάρα που κρέμεται από μια κλωστή., Η σκια του καινούριου πολέμου»),αρνητικά συναισθήματα, σύγχυση και κοινωνική αθλιότητα («είχε ιδρώσει, αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα…, την ταραχή που είχε μέσα σου…, διάψευση από κάθε λογής ιδεολογίες, οι δυο αυτοκτονίες, Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία…»). Και, πάνω απ’ όλα, την ματαίωση, την διάψευση και , τελικά, την απουσία ελπίδας που διατρέχει όλο το απόσπασμα και εμφανίζεται καθαρότερα σε αρκετά σημεία με την χρήση των λέξεων «ελπίζω» και «ελπίδα» .Ταυτόχρονα θεωρεί ότι η απουσία ελπίδας είναι υποτιμητική. Αυτούς τους προβληματισμούς τους ξεδιπλώνει στα γραπτά του τα οποία όμως δεν εκδίδει διότι προσπαθεί να αποφύγει την δογματική κριτική και την απόδοση πολιτικής «ταμπέλας» στον ίδιο (αριστερός, δεξιός κλπ.) Ξαφνικά αποφασίζει να εκφράσει την υπαρξιακή ανάγκη του δημοσιεύοντας την αγγελία «Ζητείται ελπίς». Η βιασύνη του υποδηλώνει την προσπάθεια να βρει διέξοδο στην μοναξιά του και να συνδεθεί με τους συνανθρώπους του,να μη μείνει αδρανής και απαθής μπροστά στη ζοφερή πραγματικότητα αλλά να δράσει, έστω και με την δημοσίευση της αγγελίας, προκειμένου να ανοίξει μία χαραμάδα στην ελπίδα, να ξαναπιστέψει στον άνθρωπο και τα ιδανικά που απαιτείται να ξαναθέσει.

                                   Ιδέες και συναισθήματα

Τα συναισθήματα του ήρωα αντιστοιχούν στη δυσβάσταχτη  πραγματικότητα  της μεταπολεμικής ζωής. Προφανώς τα ίδια συναισθήματα κατακλύζουν και όλη τη γενιά του. Γι’ αυτό ο ήρωας δεν έχει όνομα καθώς θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, ίσως ο ίδιος ο συγγραφέας, ένας φίλος, ένας γνωστός αλλά και ένας παντελώς άγνωστος. Το νήμα που δένει αυτούς τους ανθρώπους είναι η απογοήτευση, η απελπισία. Γενικότερα κάθε γενιά που επιζεί μετά από έναν – ακόμη και νικηφόρο- πόλεμο, βιώνει την απόγνωση, τον πανικό και την αδυναμία να ανταπεξέλθει σε ένα αβέβαιο μέλλον. Η πολυπόθητη ειρήνη , η ασφάλεια και η ευημερία που θα έπονταν, δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα. Η σταθερότητα σε κάθε τομέα της ζωής αποδείχθηκε ευσεβής πόθος.

Ωστόσο μέσα στην απελπισία του ο ήρωας αφήνει να διαφανούν κάποιες χαραμάδες ελπίδας  μέσα από αισιόδοξες σκέψεις («Βέβαια άλλοι θα ‘χουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να ‘χουν!»)  , από την ίδια την απέλπιδα ενέργεια του (την αγγελία) και από την όρεξη με την οποία όρμησε να την πραγματοποιήσει.

 Αφηγητής: είναι τριτοπρόσωπος, ετεροδιηγητικός , με εστίαση μηδενική, παντογνώστης καθώς γνωρίζει και την εξωτερική δράση αλλά και τις σκέψεις, τα συναισθήματα του ήρωα. Συγκεκριμένα, εκτός από τις εικόνες της εξωτερικής πραγματικότητας ( η περιγραφή του καφενείου, η εφημερίδα, το τρόλει, οι περαστικοί κλπ.) παρουσίαζει λεπτομερειακά και την ψυχοσύνθεση του ήρωα.

Αφηγηματικός χρόνος: α) ιστορικός χρόνος , η δεκαετία του ’50 δηλαδή η μεταπολεμική περίοδος του ψυχρού πολέμου. β) Μυθικός χρόνος: Πολύ σύντομος, ουσιαστικά πρόκειται για ένα απόγευμα ως το σούρουπο. Ωστόσο υπάρχει και μία αναδρομική αφήγηση, μία αναφορά ενός περιστατικού από την παιδική του ηλικία, με το οποίο συσχετίζει την απελπισία του με τη μη αναστρέψιμη κατάσταση της υγείας της ετοιμοθάνατης θείας του. Μέσω αυτής της αναλογίας επιχειρεί να αποδώσει το μέγεθος του υπαρξιακού και ιδεολογικού αδιεξόδου του.

  Η διαχρονικότητα και η παγκοσμιότητα του κειμένου εξασφαλίζονται από την ανωνυμία του ήρωα και από την αοριστία του χώρου και του χρόνου. Στην θέση του ήρωα θα μπορούσε να βρίσκεται κάθε απελπισμένος άνθρωπος, απογοητευμένος από την πτώχευση των ιδανικών και των ιδεολογιών του. Η ανωνυμία δηλώνει ότι το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των ανθρώπων της εποχής. Το ίδιο σημαίνει και η αοριστία χώρου (κάποιο καφενείο σε κάποια μεγάλη πόλη) και χρόνου (μετά τον Β’ Παγκόσμιο).

Γλώσσα/ Ύφος: Παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας ενσωματώνει στη δική του γλωσσική έκφραση και στοιχεία της καθαρεύουσας.(« Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», « Η σκιά του νέου πολέμου απλούται εις τον κόσμο μας» και ο τίτλος του διηγήματος «Ζητείται ελπίς».) Τα στοιχεία αυτά του κειμένου παρατίθενται αυτούσια, χωρίς να μεταγραφούν από το συγγραφέα στη δημοτική, που είναι το κατεξοχήν εκφραστικό του όργανο, διατηρώντας , με τον τρόπο αυτό, τη ζωντάνια και τη φόρτιση που έχουν. Ταυτόχρονα, η χρήση αυτή είναι σκόπιμη διότι επιχειρεί να αποτυπώσει ειρωνικά τη διγλωσσία που επικρατούσε στη δεκαετία του ’50. Η καθαρεύουσα ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους, κυρίως στο γραπτό λόγο. Είχε επιβληθεί από τα συντηρητικά καθεστώτα στην εκπαίδευση, τη διοίκηση, τη νομοθεσία και τον τύπο.

Η σκόπιμη ενσωμάτωση τύπων της καθαρεύουσας -στην εφημερίδα, στις Μικρές αγγελίες, στους τίτλους των ειδήσεων κλπ- μαζί με νεολογισμούς («ευμορφιάς»), στοιχεία της δημοτικής ( φόρεμα αντί ένδυμα, κομψότατο) και ξενικές ή ελληνοποιημένες λέξεις ( κοκταίηλ, εμπριμέ, τοκ, σικ, ελεγκάντικη, χολ, WC, ατζέντα) σαρκάζει την αλλοτρίωση και τον στείρο μιμητισμό της ιθύνουσας τάξης. Γενικότερα, η σύγχυση της γλώσσας αντικατοπτρίζει τη σύγχυση ταυτότητας της  εποχής. Αυτοί που χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα , θεωρώντας κατώτερη τη δημοτική, ενώ επιχειρούν να διασφαλίσουν την καθαρότητα της γλώσσας, απαλλάσοντάς την από λαϊκούς τύπους, την « εμπλουτίζουν» με ξένες λέξεις, νοθεύοντάς την.

Με ειρωνική διάθεση αντιμετωπίζει και τη στάση ζωής των Ελλήνων όπως αυτή αποτυπώνεται στις ειδήσεις και τις αγγελίες. Εκεί παρουσιάζονται οι ανάγκες των Ελλήνων ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη και την οικονομική επιφάνεια. ( κοκταίηλ, τζιπ, νεόδμητος πολυκατοικία, τάπης γνήσιος περσικός, ενοικιάζεται δωμάτιο, ζητείται γραφομηχανή, ραδιογραμμόφωνον).

  Η γλώσσα του συγγραφέα είναι η γλώσσα της καθημερινότητας, απλή δημοτική, άμεση, πυκνή, ουσιαστική, ρεαλιστική θα λέγαμε, ώστε να μπορέσει να αποτυπώσει την έλλειψη ελπίδας.

Το ύφος του συγγραφέα είναι λιτό,ζωντανό, παραστατικό με γρήγορο,κάποιες φορές ασθματικό,  ρυθμό. Αυτός υπηρετείται από τον μικροπερίοδο λόγο ( «Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του· είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη.»), τα ασύνδετα σχήματα ( «Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο…») , τις επαναλήψεις , τη βραχυλογία , την εκφραστική πυκνότητα και την κινηματογραφική τεχνική.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ: Η ρεαλιστική ματιά του συγγραφέα και η σκοτεινή διάθεση του ήρωα δεν επιτρέπουν τη χρήση πολλών εκφραστικών μέσων. Εντοπίζουμε μόνο:

–   Επαναλήψεις. «Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση…» , «Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε… Είχε ελπίσει ύστερα…

– Αντιθέσεις. «Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα», «Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα»

– Μεταφορές/ Προσωποποιήσεις: «το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο», « Έριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες» , « Σκέψεις γυρίζανε στο νου του», «Πως θα ‘ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας », «η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας.» «το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής.» « Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή» « Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές», « Άγγιζε θέματα του καιρού μας», «Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε.»

    – Παρομοιώσεις: «Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.»

Να σημειώσουμε βέβαια ότι αυτά τα εκφραστικά στοιχεία στηρίζουν την παραστατικότητα του κειμένου και την άριστη απόδοση του υπαρξιακού αδιεξόδου μετά τον πόλεμο και δεν στοχεύουν να εξωραϊσουν την πραγματικότητα.

 

Το βράδυ/ Καρυωτάκης

 

ΝΟΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

Το δειλινό και η σταδιακή υποχώρηση του φωτός  σε συνδυασμό με τη ψυχική διάθεση του ποιητή

ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

®    Ποιες εικόνες προβάλλονται και πώς συνδέονται με τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητή;

®    Ποιες λέξεις μπορούν να αποτελέσουν σύμβολα  της ψυχικής κατάστασης του ποιητή;

ΔΟΜΗ

Ολόκληρο  το ποίημα αποτελεί μια ενότητα .

Σχόλια

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» και είναι επηρεασμένο από το πνεύμα του νεοσυμβολισμού όπως αποδεικνύεται από τις υποβλητικές εικόνες, τη μουσικότητα (με την πλεχτή ομοιοκαταληξία) και τη μελαγχολική διάθεσή του. Ο  τόπος είναι μια αστική περιοχή και ο χρόνος εξελισσόμενος από το δείλι στο βράδυ. Στη διάρκεια της χρονικής αυτής περιόδου  ο ποιητής  α) βλέπει τα παιδιά που παίζουν β)νιώθει τον αέρα που πνέει, γ) είναι μόνος του στην κάμαρά του, δ)ακούει/βλέπει το τρένο, ε)ακούει τις καμπάνες  καθώς το βράδυ έρχεται . Όλες   ανεξαιρέτως  οι εικόνες υποβάλλουν την ψυχική  διάθεση του ποιητή και  μερικές συνοδεύονται από ηχητική επένδυση(ακουστικές εικόνες) .

Το δειλινό είναι η κατεξοχήν ώρα για αναμνήσεις ,αναπολήσεις στο παρελθόν αλλά και απολογισμό της ζωής. Καθώς υποχωρεί το φώς, η ψυχική διάθεση του ποιητή αλλάζει(βραδιάζει) και εμφανίζονται σκέψεις για μια παιδική ζωή που δεν έζησε όπως την ήθελε, μια ζωή αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο,  με όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν .

ΓΛΩΣΣΑ . Η απλή δημοτική  .Εντυπωσιακή είναι η χρήση των αναφορικών προτάσεων για να δηλωθεί ότι  παρόμοια  θλιβερά δειλινά είναι καθημερινότητα στη ζωή του ποιητή (μονοτονία)

ΥΦΟΣ

Το ύφος είναι  απαισιόδοξο και μελαγχολικό.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

  • ·         Μεταφορές
Με των ρόδων τα χείλη, οι καμπάνες που σβήνουν κ.α
  • ·     Προσωποποιήσεις
Τα΄αεράκι……ψιθυρίζει και μένει

 

  • ·         Εικόνες
Παιδάκια ….ανοιξιάτικο δείλι, καμπάνες που σβήνουν

 

Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Δ. Σολωμός

https://www.youtube.com/watch?v=7-cQgHUQ5Lk

 

Απόσπασμα 1

Θέμα:

Δομή:

Ανάλυση

Το Β΄ Σχεδίασμα αρχίζει με την απόλυτη, τη νεκρική σιωπή που επικρατεί στον κάμπο. Παντού βασιλεύει η ερημιά και ο θάνατος. Μόνο ένα πουλί κελαηδάει, καθώς έχει βρει ένα σπόρο για να φάει, ενώ η μάνα ζηλεύει που δεν μπορεί να βρει τίποτα για να ταΐσει τα παιδιά της. Τα μάτια των πολιορκημένων έχουν μαυρίσει από την πείνα και τη στέρηση. Σ’ αυτά, που είναι το πιο πολύτιμο αγαθό του ανθρώπου, ορκίζεται η μάνα. Στη συνέχεια ένας Σουλιώτης πολεμιστής, εξαντλημένος κι αυτός από την πείνα, στέκεται κάπου παράμερα και κλαίει. Απευθύνεται στο τουφέκι του και του εκφράζει την αδυναμία του. Το τουφέκι έχει γίνει άχρηστο στα χέρια του, καθώς η πείνα τού έχει πάρει όλες τις δυνάμεις του και δεν μπορεί τώρα να το σηκώσει και να το χρησιμοποιήσει. Περισσότερο όμως ενοχλεί τον αγωνιστή το γεγονός ότι ο εχθρός γνωρίζει αυτή του την αδυναμία.

  • Η πείνα ως εμπόδιο για την κατάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας φαίνεται μέσα από τις εικόνες και τα άλλα εκφραστικά μέσα (μεταφορές, παρηχήσεις, αντιθέσεις) που χρησιμοποιεί ο ποιητής.
  • Κυρίως φαίνεται από την επίδραση που ασκεί στη γυναίκα-μάνα και τον άντρα-πολεμιστή, οι οποίοι εξαιτίας της πείνας αδυνατούν να εκπληρώσουν τους βασικούς τους ρόλους.
  • Η εικόνα της μάνας:
    • Η τρομακτική σιωπή που επικρατεί στην πεδιάδα αποδίδεται με το επίθετο «άκρα» και τη μεταφορά «του τάφου σιωπή».
    • Την ησυχία διακόπτει τα λάλημα του πουλιού. Ο ήχος αισθητοποιείται με την παρήχηση του «λ» και του «π».
    • Η αντίθεση πουλί-μάνα εισάγει το θέμα της πείνας: το πουλί λαλεί χαρούμενο που βρήκε σπυρί, ενώ η μάνα το ζηλεύει.
    • Η αιτία της ζήλειας δίνεται στον επόμενο στίχο: αυτό που με μεγάλη ευκολία μπορεί να κάνει το πουλί δεν μπορεί να το κάνει ο άνθρωπος, το ανώτερο πλάσμα στην ιεραρχία των όντων.
    • Την απόγνωση της μάνας την μεγαλώνει το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει το βασικό της καθήκον, αυτό της μάνας (δεν μπορεί να ταΐσει το παιδί της).
    • «Τα μάτια η πείνα εμαύρισε»: με κυριολεκτική και μεταφορική σημασία. Κυριολεκτική: η πείνα σχηματίζει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Μεταφορική: η έκφραση αυτή δείχνει τη μεγάλη στέρηση (π.χ. κάναμε μαύρα μάτια να σε δούμε).
    • Το β΄ ημιστίχιο συμπληρώνει και επιτείνει το α΄: η μάνα ορκίζεται στα μάτια, το πολυτιμότερο όργανο του ανθρωπίνου σώματος· ενδεχομένως στα μάτια του παιδιού της, του πιο ακριβού πράγματος που έχει στον κόσμο (πρβλ. την έκφραση «μάτια μου» που χρησιμοποιούν οι μητέρες για τα παιδιά τους).
    • Η αντίδραση της μάνας δεν είναι μια επιθετική εκδήλωση, αλλά έχει τη μορφή της βουβής, της υπομονετικής αντοχής.
  • Η εικόνα του Σουλιώτη:
    • Ο Σουλιώτης είναι «καλός»: μάλλον με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης «καλός», που αναφέρεται στην πολεμική ιδιότητα«στέκει παράμερα και κλαίει»: Παράμερα, γιατί από φιλότιμο και αξιοπρέπεια δεν θέλει να δουν την αδυναμία του.
    • Ο λόγος για τον οποίο κλαίει δίνεται στους επόμενους στίχους: εξαιτίας της πείνας δεν είναι σε θέση να σηκώσει το όπλο, άρα δεν μπορεί να εκπληρώσει το βασικό του καθήκον, αυτό του πολεμιστή. Το «κλαίει» δεν είναι δειλία, αλλά περηφάνεια.
    • Τη στενοχώρια του επιτείνει και το γεγονός ότι ο εχθρός γνωρίζει την αδυναμία του.
    • Ο Σουλιώτης εκφράζει περισσότερο εκδηλωτικά την αντίδραση του, με ένα κλάμα συγκρατημένης αγανάκτησης.

Β’ απόσπασμα

Το απόσπασμα αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το απόσπασμα 1. Εδώ παρουσιάζεται η φύση στην ομορφότερή της ώρα, την άνοιξη. Την άνοιξη όλα ανανεώνονται, η ομορφιά της φύσης κατακλύζει τα πάντα, ενώ παντού επικρατεί η εύθυμη διάθεση, η χαρά και το κέφι. Μπροστά σ’ αυτό το θαύμα της αναγέννησης της φύσης, η αγάπη των πολιορκημένων για τη ζωή γίνεται μεγαλύτερη, ενώ η ιδέα του θανάτου βαριά και ασήκωτη. Πολύ χαρακτηριστικά λέει ο ποιητής στο πεζό κείμενο των στοχασμών του που προηγείται: «Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν». Η φύση λοιπόν, μ’ αυτή την ανοιξιάτικη έκρηξη ομορφιάς της, γίνεται ένας «πειρασμός», μια πρόκληση που δελεάζει τους πολιορκημένους, καθώς τους καλεί στη ζωή. Είναι φυσικό οι πολιορκημένοι, που αισθάνονται το θάνατο πολύ κοντά τους, να απελπίζονται και να λυπούνται ακόμη περισσότερο, όταν βλέπουν γύρω τους τη φύση στολισμένη με όλες τις ομορφιές της, όπως είναι την άνοιξη. Διότι ο θάνατος σε μια τέτοια εποχή πολλαπλασιάζεται και είναι σαν να πεθαίνει ο άνθρωπος όχι μια αλλά χίλιες φορές. `Ετσι, η ψυχή τρέμει και για μια στιγμή παρασύρεται από την ομορφιά και τη γλύκα της ζωής, με κίνδυνο να ξεχάσει το χρέος προς την πατρίδα.

 

Το θέμα του αποσπάσματος είναι η ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης, που καλεί τους Μεσολογγίτες να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους και να απολαύσουν τη ζωή.

 

Δομή: Στιχ. 1-3 μας δίνεται το θέμα, στιχ. 3-11 οι εικόνες της φύσης, στιχ. 12-13 η πρόκληση της φύσης να εγκαταλείψουν τον αγώνα.

 

Στιχ. 1-2: Η φανταστική εικόνα του χορού ανάμεσα στον Απρίλη και τον Έρωτα

Στον 1ο στίχο αξιοπρόσεκτες είναι δύο προσωποποιήσεις που λειτουργούν συμβολικά: Ο Απρίλης, μήνας της άνοιξης, οπότε ανθίζουν τα περισσότερα φυτά, συμβολίζει την αναγέννηση και την ομορφιά της φύσης, ενώ ο Έρωτας συμβολίζει τη δημιουργία και γενικότερα τη χαρά. Επίσης τα ρήματα χορεύουνε και γελούνε

 

 

συμπληρώνουν το σκηνικό της γιορτινής ατμόσφαιρας. Είναι λοιπόν ξεκάθαρη η δραματική αντίθεση ανάμεσα στην γιορτή της φύσης και το τραγικό σκηνικό της πολιορκημένης πόλης.

Στο στχ. 2, παρατηρούμε τη σύγκριση που εξισώνει τα όπλα με τα άνθη και τους καρπούς(κι όσα΄……τόσα).Το β΄ πρόσωπο (σε) στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής είναι η ψυχή των πολιορκημένων.

 

Στιχ. 3-11: Οι εικόνες της ανοιξιάτικης φύσης

Εδώ έχουμε 4 εικόνες, πραγματικές πια και όχι φανταστικές: Οι 3 είναι από τον κόσμο των έμψυχων και η 4η από τον κόσμα των ανόργανων πραγμάτων.

1η εικόνα: παρουσιάζει ένα κοπάδι λευκά πρόβατα και το είδωλο τους πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας καθώς ενώνεται με τις ομορφιές του ουρανού, που καθρεφτίζονται κι αυτές στο νερό. Στην εικόνα υπάρχει κίνηση (κινούμενο) και ήχος( βελάζει). Αξιοσημείωτος είναι ο συσχετισμός των τριών στοιχείων της φύσης, βουνού, θάλασσας και ουρανού, αφού ο ποιητής παρομοιάζει το λευκό κοπάδι των προβάτων ως προς το σχήμα του με λευκό βουναλάκι, σχήμα το οποίο καθρεπτίζεται πάνω στα νερά της θάλασσας, σμίγοντας με την ομορφιά του ουρανού.

2η εικόνα: παρουσιάζει μια γαλάζια πεταλούδα, από τη μια να είναι βιαστική και να καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης του Μεσολογγίου και από την άλλη να κοιμάται μέσα σ΄ έναν ευωδιαστό άγριο κρίνο.(οσφρητική εικόνα)

3η εικόνα: Ένα μικρό και ασήμαντο σκουλήκι σε στιγμές χαράς και ευτυχίας.

4η εικόνα:εδώ έχουμε τα άψυχα της φύσης(μαύρη πέτρα) και τα νεκρά(ξερό χορτάρι), που μετουσιώνονται σε πανέμορφα(ολόχρυσα).Η εικόνα αυτή όπως και η προηγούμενη, υποδηλώνουν ότι και τα πιο απλά, ασήμαντα πλάσματα, όπως το σκουλήκι, ακόμα και τα ανόργανα, όπως η πέτρα και τα χόρτα, τώρα την άνοιξη αποκτούν εξαιρετική ομορφιά, γεγονός που κάνει ακόμη πιο δύσκολα τον αγώνα των πολιορκημένων.

Σημειώσεις: α)Αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι εικόνες δίνονται σε φθίνουσα κλίμακα: από το μεγάλο και το ευρύ στο μικρό και ασήμαντο: από τη εικόνα της θάλασσας και του ουρανού προχωρούμε σε μικρότερο οπτικό πεδίο, για να καταλήξουμε στην εικόνα με το σκουλήκι και με την χωρίς στοιχείο ζωής τελευταία εικόνα.

β) Ο στιχ. 10 αποτελεί την κατακλείδα των εικόνων και δίνει άλλες διαστάσεις στην ομορφιά της φύσης μεταφέροντας την στην σφαίρα του μαγικού και του ονειρικού.

γ)στις 3 πρώτες εικόνες κυριαρχεί μια κίνηση σε αντίθεση με την 4η όπου υπάρχει ακινησία.

δ)Με όλες αυτές τις εικόνες ο ποιητής αγκαλιάζει όλη την πλάση(ουρανό,γη, θάλασσα), αλλά και το σύνολο των ζώων, αυτά που περπατούν (πρόβατα), πετούν (πεταλούδα) ή έρπουν( σκουλήκι) ακόμη και τα μη έμβια. Έτσι ο ποιητής με την τεχνική της εικόνας πραγματοποιεί την πρόθεσή του, που είναι παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της φύσης να πολιορκούν την ανθρώπινη ψυχή και να την προκαλούν να απολαύσει την ομορφιά της άνοιξης, εγκαταλείποντας τον αγώνα.

 

Στιχ. 12-13 Η ιδέα του ποιητή-Το τραγικό δίλημμα των πολιορκημένων

Η ζωή που ξεχύνεται (χύνεται) και μιλάει(κρένει) με πληθωρικό τρόπο καλεί τους Μεσολογγίτες; να την απολαύσουν, εγκαταλείποντας τον αγώνα τους. Μάλιστα τώρα την άνοιξη η ζωή είναι χίλιες φορές πιο όμορφη και επομένως όποιος την εγκαταλείψει πεθαίνει χίλιες φορές! Η γλυκιά αυτή πρόκληση δημιουργεί δίλημμα στη ψυχή των πολιορκημένων ανάμεσα στην απόλαυση της ζωής και τον ηρωικό αγώνα. Προφανώς με την επιλογή τους και την ηρωική έξοδο τους, έδωσε αφορμήστον ποιητή να εκφράσει την ιδέα του: Η εσωτερική ελευθερία , παρά τη όποια πάλη, νικάει την όποια μορφή βίας(φυσικός εχθρός-Τούρκοι, βασανιστική ομορφιά της φύσης, επιθυμία για ζωή).

Να σχολιαστεί η αντίφαση του τίτλου “Ελεύθεροι πολιορκημένοι”

 

 

Ερωτόκριτος. Β. Κορνάρος

Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία[1] που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο, των οποίων οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ίδιο τον ποιητή.

Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο, που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος, και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο.

Μαζί με την Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας την περίοδο της Βενετοκρατίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο.

Υπόθεση

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:

  • Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον καλύτερό του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
  • Β. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
  • Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.
  • Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος από μαγεία. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.
  • Ε. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.

Στίχοι

Στίχοι:  

Βιτσέντζος Κορνάρος

Μουσική:

Χριστόδουλος Χάλαρης

Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν’ ανιμένω
Κι απόκει να ξενητευτώ πολλά μακρά να πηαίνω

και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;

Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντεύει
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει

και δεν μπορείς ν’ αντθισταθής στα θέλουν οί γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσει η όρεξή σου

Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
καί μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω

την ώρα π’ αρραβωνιστής να βαραναστενάξης
κι’ όντε σα νύφη στολιστήςσαν παντρεμένη αλλάξης

ν’ αναδακρυώσης καί να πής, Ρωτόκριτε καημένε
τα σού τασσα λησμόνησα, τα θέλες μπλιό δέ έναι

και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
λόγιαζε τα παθα γιά σε να με πονή η καρδιά σου

καί πιάνε καί τη ζωγραφιά, πού βρες στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια πού λργα κι όπου πολλά σ’ αρέσα

και διάβαζέ τα θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα
πως μέ ξορίσανε μακρά στα ξένα

κι’ όντε σού πούν κι απόθανα λυπήσουμε καί κλάψε
και τα τραγούδια πού βγαλα μες’ στη φωτιά τα κάψε

Όπου κι αν πάω κι ά βρεθώ κι ότι καιρό κι ά ζήσω
τάσσω σου άλλη να μη δώ μηδέ ν’ ανατρανίσω

Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
Ένα κερίν αφτούμενο ακράτουν κ’ ήσβησέ μου

Κάλλια `χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου