- Ορίστε τις βασικές λειτουργίες-συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού.
2. Καταγράψτε ποια προβλήματα θα αντιμετώπιζαν, εάν τον 18ο αιώνα βρίσκονταν μαζί
2. Καταγράψτε ποια προβλήματα θα αντιμετώπιζαν, εάν τον 18ο αιώνα βρίσκονταν μαζί
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Ο Ρένος Αποστολίδης για το ποίημα
“Θα συνιστούσα αυτό το ποίημα να το μάθουν απόξω, όσο γίνεται περισσότεροι άνθρωποι, και να το ξαναδιαβάζουν, να το ξαναλένε στον εαυτό τους, όπως, να πούμε, είναι κάτι τέτοια ποιήματα – ξέρω γω – σαν το “Αν μπορείς” του Κίπλινγκ, έτσι … Αυτό… να το μάθουν απόξω και να το λένε. Λέγεται Όσο μπορείς.
Προσέχετε τι λέει; Και σκεφτείτε τη ζωή μας, τη δικιά μας, τη ζωή των κοινωνιών των συγχρόνων, τη ζωή των εκδηλώσεων…
Όλοι πολλοί μαζί… στέκουν όρθιοι, λένε λόγια… τούτο… κείνο… τάχα αγαπιούνται… φιλιούνται — φιλάν τον αέρα, δεξιά κι αριστερά απ’ τα μάγουλα ο καθένας, κανένας δε φιλάει πράγματι τα μάγουλα, κανένας δε φιλάει πράγματι το στόμα, κανένας δεν επιθυμεί πράγματι όσο λέει πως επιθυμεί τον άλλο, “Α!…τι ωραία που σε είδα!…”
Αυτή είναι η πολλή συνάφεια του κόσμου, οι πολλές κινήσεις κι ομιλίες, κι όλη αυτή η ψευτιά, το θέατρο… – η οποία, λέει, εξευτελίζει τη ζωή… την εκθέτει… στην καθημερινήν ανοησία των σχέσεων και των συναναστροφών.
Εδώ δείχνεται ο πράγματι – θα έλεγα – επαναστατικός Καβάφης, προσωπικά επαναστατικός, – γιατί δεν ξέρω αν επανάσταση είναι η φωνή…, η επίθεση…, η μάχη… και μήπως είναι πιο φοβερή επανάσταση η απόφαση ότι δεν έχω καμμιά σχέση με το κακό και τη φλυαρία αυτού του κόσμου !
Τον είπανε ποιητή της παρακμής…, αυτά είναι γελοιότητες. Ας στο ξαναλέει ο καθένας, ας το μάθει απόξω αυτό το ποίημα – θα του κάνει καλό –
Αν γλιτώσει και μία μονάχα απ αυτές τις εκδηλώσεις κι απ αυτές τες συνάφειες και τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες, – θα είναι μεγάλο κέρδος.”
πηγή : http://stavrochoros.pblogs.gr
Το ποίημα γράφτηκε το 1913 και ανήκει στα φιλοσοφικά ή διδακτικά/παραινετικά ποιήματα του Καβάφη. Σύμφωνα με τον Παπανούτσο τα φιλοσοφικά ποιήματα του Καβάφη χωρίζονται στις παρακατω κατηγορίες :
α) σε αυτά που καταπιάνονται με το θέμα των τειχών (δηλαδή του αποκλεισμού από την αληθινή ζωή)
β) σε όσα θέτουν το θέμα της ύβρεως,(δηλαδή της αλαζονικής συμπεριφοράς)
γ) σε όσα μιλούν για τη ματαιότητα του πλούτου και της φήμης
δ) σε όσα τοποθετούνται στο θέμα της αξιοπρέπειας.
Θέμα
ΑΝΑΛΥΣΗ Α’ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Από την αρχή του ποίηματος φαίνεται ότι ο Καβάφης αναγνωρίζει ότι ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να κάνει όνειρα στη ζωή του και να την σχεδιάζει όπως θέλει. Πολύ συχνά συμβαίνει όμως κάποια από τα όνειρά μας να μένουν απραγματοποίητα. Γι’αυτή την περίπτωση μας μιλάει ο ποιητής. Θεωρεί ότι στη ζωή γίνεται ένας διμέτωπος αγώνας : αγωνιζόμαστε να κερδίσουμε διάφορα πράγματα και ταυτόχρονα αγωνιζόμαστε να μη χάσουμε άλλα, οφείλουμε να προσπαθούμε να ζούμε όπως θέλουμε, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να προσπαθούμε να ζούμε κι όπως πρέπει. Όταν η ζωή μας δεν είναι πραγματικά αυτή που ονειρευόμασταν, θα πρέπει να προσπαθούμε να μη γίνεται φτηνή και απρόσωπη.
Χρησιμοποιώντας το ρήμα “προσπάθησε”, το επίρρημα “τουλάχιστον” και τη φράση “όσο μπορείς” δείχνει ότι δεν είναι αυστηρός και ότι κατανοεί τις δυσκολίες που υπάρχουν. Η προτροπή του (“μην την εξευτελίζεις”) έρχεται μετά από μια άνω κάτω τελεία για να τονιστεί ιδιαίτερα. Οι φθοροποιές δυνάμεις είναι :
α) η πολλή συνάφεια του κόσμου (οι καθημερινές ανόητες, άσκοπες, ανούσιες συναναστροφές)
β) οι πολλές κινήσεις και ομιλίες (οι ηχηρές, πολύβουες συμμετοχές σε κοσμικότητες, η υπερβολική συμπεριφορά, η υπερέκθεση)
ΑΝΑΛΥΣΗ Β’ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Επαναλαμβάνεται η προτροπή “μη την εξευτελίζεις” κι έτσι γίνεται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο ενότητες, ενώ ταυτόχρονα παίρνει κυρίαρχη θέση μέσα στο ποίημα. Οι μετοχές που ακολουθούν είναι όλες τροπικές, φανερώνοντας το τρόπο με τον οποίο η ζωή μπορεί να εξευτελιστεί. Το αντικείμενο των μετοχών είναι πάντα η ζωή, ενώ το γεγονός ότι τίθενται σε ενεργητική φωνή υποδηλώνει την εκκούσια συμμετοχή του καθενός μας στον πιθανό εξευτελισμό. Οι τρεις μετοχές παραθέτονται κλιμακωτα : πηαίνοντας (τονίζεται η απόσπαση της ζωής από τον άνθρωπο), γυρίζοντας (τονίζονται οι μηχανιστικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις) και εκθέτοντας (τονίζεται η ματαιοδοξία και η επιδειξιομανία ενός ανθρώπου ρηχού).
Αν ο άνθρωπος διαπράξει το αδίκημα να σπαταλήσει το δώρο της ζωής σε φθηνές κοινωνικές σχέσεις και σε ρηχές συνομιλίες, υπερβαίνοντας τα όρια της αξιοπρέπειάς του, απλά και μόνο για δείξει ότι ανήκει κι αυτός στη μάζα και να φανεί, τότε θα απογυμνωθεί από κάθε αξία και θα είναι άξιος λύπησης. Η ηθική απογύμνωση και η αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του είναι το αποτέλεσμα, αν δε θέτει όρια, αν δεν έχει το θάρρος και τη λεβεντιά να υψώσει το δικό του ανάστημα στο κοινωνικά αποδεκτό, όταν αυτό είναι επικίνδυνο.
Ο Καβάφης δεν μας αποτρέπει από το να είμαστε κοινωνικοί, αλλά καταδικάζει την κακής ποιότητας κοσμικότητα, την κοινωνική υποκρισία, τις αληθινές δηλαδή όψεις της αντικοινωνικότητας.
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ Β’ ΕΝΙΚΟΥ
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί το β’ ενικό μιας και πρόκειται για ένα παραινετικό ποίημα που απευθύνεται στον αναγνώστη. Ο ποιητικός τόνος γίνεται οικείος, ζεστός και άμεσος.
ΠΟΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΦΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ;
1. Η καβαφική αξιοπρέπεια/ η αίσθηση του χρέους : προβάλλεται στο ποίημα και αποτελεί βασική αξία του. Ο άνθρωπος οφείλει όταν βλέπει ότι διάφορα όνειρά του δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, να είναι αξιοπρεπής και να μη θυσιάζει την ατομικότητά του στο βωμό ανούσιων συναναστροφών μόνο και μόνο για να γίνει κοινωνικά αποδεκτός.
2. Η γλώσσα : είναι η γνωστή ιδιότυπη καβαφική γλώσσα : δημοτική (π.χ. εξευτελίζεις αντί ευτελίζεις), καθαρεύουσα/ αρχαΐζουσα (την καθημερινήν) και ιδιωματισμούς (στες αντί στις, πηαίνοντας αντί πηγαίνοντας)
3. Πεζολογικό ύφος : δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία, ούτε πολλά επίθετα και εκφραστικά μέσα. Μοιάζει σα να είναι προφορικός ο λόγος του Καβάφη, κάτι που εξυπηρετεί το παραινετικό στυλ του ποίηματος.
Στο δοκίμιο του 1995 Αιώνιος Φασισμός, ο Ουμπέρτο Έκο παραθέτει δεκατέσσερεις γενικές ιδιότητες της φασιστικής ιδεολογίας. Υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να οργανώσει αυτές τις ιδιότητες σε ένα συνεκτικό σύστημα, αλλά ότι «αρκεί να υπάρχει μία από αυτές για να συμβεί η σύμπηξη του φασισμού γύρω της». Χρησιμοποιεί τον όρο «Ur-φασισμός» (πρωτογενής φασισμός) ως γενική περιγραφή των διαφόρων ιστορικών μορφών του φασισμού. Έντεκα από τις δεκατέσσερεις ιδιότητες είναι οι εξής:
• Η «Λατρεία της Παράδοσης», που χαρακτηρίζεται από πολιτισμικό συγκρητισμό, ακόμη και με κίνδυνο εσωτερικών αντιφάσεων. Όταν όλη η αλήθεια αποκαλυφθεί από την Παράδοση, καμία νέα μάθηση μπορεί να συμβεί, μόνο περαιτέρω ερμηνεία και εκλέπτυνση.
• «Η Απόρριψη του μοντερνισμού», η οποία θεωρεί στην ορθολογιστική ανάπτυξη του Δυτικού πολιτισμού, από τον Διαφωτισμό ως κάθοδο στην διαφθορά. Ο Eco διακρίνει αυτό από την απόρριψη της επιφανειακής τεχνολογικής προόδου, καθώς πολλά φασιστικά καθεστώτα προβάλλουν τη βιομηχανική τους ισχύ ως απόδειξη της ζωτικότητας του συστήματός τους.
• «Η Λατρεία της Δράσης για τη Δράση», η οποία υπαγορεύει ότι η δράση είναι αξία από μόνη της, και θα πρέπει να γίνεται χωρίς να είναι αντανάκλαση της διανόησης. Αυτό, λέει ο Eco, συνδέεται με τον αντιδιανοουμενισμό και τον ανορθολογισμό και συχνά εκδηλώνεται με επιθέσεις στο σύγχρονο πολιτισμό και την επιστήμη.
• «Η διαφωνία είναι προδοσία» – Ο φασισμός απαξιώνει την πνευματική συζήτηση και την κριτική συλλογιστική ως εμπόδια στη δράση, καθώς και από φόβο ότι μια τέτοια ανάλυση θα εκθέσει τις αντιφάσεις που ενσωματώνονται σε μια συγκριτιστική πίστη.
• «Ο φόβος της Διαφοράς», την οποία ο φασισμός επιδιώκει να εκμεταλλευτεί και να επιδεινώσει, συχνά με τη μορφή ρατσισμού ή επικλήσεις εναντίον των ξένων και των μεταναστών.
• «Έκκληση προς μια Απογοητευμένη Μεσαία Τάξη», φοβούμενη την οικονομική πίεση από τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των κατώτερων κοινωνικών ομάδων.
• «Η εμμονή με τη Συνομωσία» και τη διόγκωση μιας απειλής από εχθρό. Αυτό συχνά συνδυάζεται με έκκληση προς την ξενοφοβία, με φόβο για απιστία και σαμποτάζ από περιθωριοποιημένες ομάδες της κοινωνίας (όπως ήταν ο φόβος της γερμανικής ελίτ δεκαετίας του 1930 για τις επιχειρήσεις και την ευμάρεια των Εβραίων. Βλ. επίσης αντισημιτισμός). Ο Eco αναφέρει επίσης το βιβλίο του Πατ Ρόμπερτσον “Η Νέα Παγκόσμια Τάξη” ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εμμονής σε συνομωσία.
• Φασιστικές κοινωνίες ρητορικά εμφανίζουν τους εχθρούς τους ως «ταυτόχρονα πολύ ισχυρούς και πολύ αδύναμους». Από τη μία πλευρά, οι φασίστες υπερπροβάλουν τη δύναμη ορισμένων ελίτ σε δυσμένεια, για να ενθαρρύνουν στους οπαδούς τους μια αίσθηση της αδικίας και ταπείνωσης. Από την άλλη πλευρά, δείχνουν την παρακμή αυτών των ελίτ ως απόδειξη την απόλυτης αδυναμίας τους μπροστά στη συντριπτική λαϊκή βούληση.
• «Ο ειρηνισμός είναι συναλλαγή με τον Εχθρό» επειδή «η ζωή είναι ένας μόνιμος Πόλεμος» – πρέπει να υπάρχει πάντα ένας πολεμικός αντίπαλος. Και η φασιστική Γερμανία υπό τον Χίτλερ και η Ιταλία του Μουσολίνι εργάστηκαν πρώτα για να οργανώσουν και να καθαρίσουν τις χώρες τους και στη συνέχεια οικοδόμησαν τις πολεμικές μηχανές που χρησιμοποίησαν αργότερα, παρ’ ότι η Γερμανία εμποδιζόταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών να οικοδομήσει στρατιωτική δύναμη. Η αρχή αυτή οδηγεί σε μια θεμελιώδη αντίφαση εντός του φασισμού: η ασυμβατότητα του απόλυτου θριάμβου με τον διαρκή πόλεμο.
• «Περιφρόνηση για τους Αδύναμους», η οποία είναι προβληματικά συδυασμένη με τον σοβινιστικό λαϊκό ελιτισμό, κατά τον οποίο κάθε μέλος της κοινωνίας είναι ανώτερο από τους ξένους, λόγω του ότι ανήκει στην ομάδα. Ο Eco βλέπει σ’ αυτές τις στάσεις τη ρίζα της βαθιάς έντασης στην ιεραρχική δομή των φασιστικών πολιτευμάτων, καθώς ενθαρρύνουν τους ηγέτες να περιφρονούν τους υφισταμένους τους, μέχρι τον απόλυτο Ηγέτη που έχει το σύνολο της χώρας σε περιφρόνηση επειδή του επέτρεψε να πάρει την εξουσία με τη βία.
• «Ο καθένας έχει την παιδεία να γίνει Ήρωας», το οποίο οδηγεί στην αγκαλιά της λατρείας του θανάτου. Ο ήρωας του Ur-Φασισμού ανυπομονεί να πεθάνει. Στην ανυπομονησία του, πιο συχνά στέλνει άλλους ανθρώπους στο θάνατο.”
• «Ανδρισμός», που διοχετεύει το δύσκολο έργο του διαρκούς πολέμου και του ηρωισμού στην ερωτική σφαίρα. Έτσι, οι φασίστες υποτιμούν τις γυναίκες και ταυτόχρονα δεν ανέχονται τις μη καθιερωμένες σεξουαλικές συνήθειες, από την αγνότητα μέχρι την ομοφυλοφιλία.
• «Επιλεκτικός Λαϊκισμός» – Ο λαός, αντιληπτός μονολιθικά, έχουν μια κοινή βούληση, ξεχωριστή και ανώτερη από αυτή του κάθε ατόμου. Καθώς καμία μάζα ανθρώπων δεν μπορεί ποτέ να είναι ομόφωνη, ο Ηγέτης προβάλει ως ερμηνευτής της λαϊκής βούλησης (αν και πραγματικά την υπαγορεύει). Οι φασίστες χρησιμοποιούν αυτή την ιδέα για να απονομιμοποιήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς λέγοντας ότι «δεν αντιπροσωπεύουν πλέον τη φωνή του λαού.»
• «Νέα γλώσσα» (Newspeak) – ο φασισμός χρησιμοποιεί και προωθεί ένα φτωχό λεξιλόγιο, ώστε να περιοριστεί η κριτική σκέψη.
ή
Να γράψετε έναν προσωπικό μονόλογο, σαν να είστε εσείς ο ήρωας, και να περιγράφετε τη συναισθηματική σας κατάσταση σε σχέση με τις κοινωνικές αλλαγές που διαπιστώνετε με την επιστροφή σας στην Ελλάδα
Η έννοια της «ξενοφοβίας» είναι κατά κάποιον τρόπο παραπλανητική, καθώς υποδηλώνει την απόρριψη κάθε «ξένου», ενώ στην ουσία τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το φαινόμενο της ξενοφοβίας, όπως αυτό εκδηλώνεται σήμερα στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν αφορά γενικά και αόριστα τους ξένους, αλλά τους μετανάστες και πιο συγκεκριμένα τους οικονομικούς και πολιτικούς πρόσφυγες που προέρχονται κυρίως από τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Οι Αμερικανοί, ως παράδειγμα, που ζουν στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες είναι επίσης ξένοι, κανείς ωστόσο δεν διανοήθηκε να τους αντιμετωπίσει εχθρικά ή να τους απορρίψει για φυλετικούς ή/και πολιτισμικούς λόγους, εκτός βέβαια και αν ανήκουν στην κατηγορία των Μαύρων… Είναι, λοιπόν, «ηλίου φαεινότερον» ότι η ξενοφοβία αφορά κοινωνικές ομάδες ανθρώπων που θεωρούνται από τους ντόπιους υποδεέστεροι, καθώς οι εθνικές και πολιτιστικές τους παραδόσεις και συνήθειες διαφέρουν από τις δικές τους. Τους χρεώνουν συχνά έλλειψη προσαρμοστικότητας, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών, λόγω των ιδιαίτερα περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων τους, είναι εξαναγκασμένο εκ των πραγμάτων να ζει στο περιθώριο. Με λίγες εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν άλλωστε και τον κανόνα, οι μετανάστες έχουν πολύ λίγες πιθανότητες κοινωνικής ανέλιξης. Καταλήγουν αναγκαστικά στην γκετοποίηση, καθώς για οικονομικούς κυρίως λόγους συγκεντρώνονται συνήθως στις υποβαθμισμένες περιοχές των βιομηχανικών κέντρων, όπου και ζουν απομονωμένοι από την κοινωνία των ντόπιων. Θέλοντας να αντισταθμίσουν την κοινωνική και πολιτιστική τους απομόνωση, αλλά και να ενισχύσουν τους εθνικούς δεσμούς μεταξύ τους, οι μετανάστες αναπτύσσουν συχνά τη συνείδηση της ξεχωριστής κοινωνικής ομάδας, καλλιεργούν με ιδιαίτερο ζήλο τα δικά τους ήθη και έθιμα, γεγονός που τους εμποδίζει να ενσωματωθούν κοινωνικά. Τροφοδοτούν έτσι, με τον τρόπο αυτό, άθελά τους τις προκαταλήψεις των ντόπιων, οι οποίες με τον καιρό και λόγω της έλλειψης ουσιαστικής επαφής και επικοινωνίας, εξελίσσονται σε απροκάλυπτη εχθρότητα και ρατσιστική βία εναντίον των ξένων.
Η ξενοφοβία στο βαθμό που μαζικοποιείται, λειτουργεί αναπόδραστα ως προθάλαμος του ρατσισμού. Αναφέρεται συχνά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας καθώς και από τους διάφορους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς ότι τα αίτια της ξενοφοβίας είναι κυρίως οικονομικά. Είναι αλήθεια πως η οικονομική κρίση, και πιο συγκεκριμένα η ανεργία που πλήττει τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και όχι μόνον αυτές, έπαιξε και συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ξενοφοβίας, δεν αποτελεί ωστόσο τη μοναδική αιτία. Υπάρχουν και άλλοι εξίσου σημαντικοί, αν όχι σημαντικότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της ξενοφοβίας. Αποφασιστικής σημασίας, σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια κλίματος ξενοφοβίας και εχθρότητας, είναι ο τρόπος με τον οποίο η πολιτεία αντιμετωπίζει στο θεσμικό επίπεδο την παρουσία των ξένων, των μεταναστών. Η εμμονή, π.χ., των γερμανικών αρχών στην άποψη ότι η Γερμανία δεν αποτελεί χώρα μόνιμης εγκατάστασης μεταναστών και η μη εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες, τουλάχιστον στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης, είχαν αποτέλεσμα την κοινωνική και πολιτική γκετοποίηση ορισμένων εθνικών μειονοτήτων που ζουν στη χώρα, όπως οι Ασιάτες, οι Αφρικανοί και γενικά οι άνθρωποι που προέρχονται από τις φτωχές χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου.
Φαινόμενα ξενοφοβίας εμφανίζονται, επίσης, σε εποχές γενικευμένης κοινωνικής κρίσης. Τότε, η ύπαρξη μειονοτικών ομάδων λειτουργεί ως μηχανισμός εκτόνωσης. Οι ντόπιοι προσδίδουν στα μειονοτικά άτομα ιδιότητες που μπορεί να είναι πραγματικές ή και φανταστικές, τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό τους από το κοινωνικό σύνολο. Με άλλα λόγια, δεν είναι η παρουσία των «ξένων» που προκαλεί τις ξενόφοβες συμπεριφορές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η παρουσία τους σε μια συγκεκριμένη χώρα, καθώς και οι συνήθειές τους βιώνονται από τους ντόπιους. Με την έννοια αυτή η ξενοφοβία αποτελεί συνάρτηση των κατασκευών τού «Εμείς» και των «Αλλων», οι οποίες και προσδιορίζουν σε τελευταία ανάλυση τον τρόπο με τον οποίο το «Αλλο» βιώνεται ως ξένο και απορρίπτεται. Ως γνωστόν, κάτι που προκαλεί την αίσθηση του άγνωστου, του ξένου, αντιμετωπίζεται συνήθως ως οιονεί απειλή, γι’ αυτό και απορρίπτεται, καθότι προκαλεί ανασφάλεια και κατ’ επέκταση φόβο.
Οι «ξένοι» αντιμετωπίζονται από τους ντόπιους εργάτες ως ανταγωνιστές που απειλούν την κοινωνική τους ασφάλεια. Θύματα και οι ίδιοι του καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» της κοινωνίας, αντί να στραφούν ενάντια στους πραγματικούς υπαίτιους της κοινωνικής τους υποβάθμισης, ψάχνουν για «αποδιοπομπαίους τράγους», τους οποίους και «ανακαλύπτουν» τελικά στο πρόσωπο των μεταναστών. Ετσι, οι ξένοι πλανόδιοι μικροπωλητές στους δρόμους των πόλεών μας αντιμετωπίζονται συχνά ως πρόκληση και απειλή από τους ντόπιους μικροεπιχειρηματίες. Αν και τα εμπορεύματά τους δεν αποτελούν στην ουσία ανταγωνιστικά προϊόντα, θέτουν ωστόσο σε κίνδυνο το «συμβολικό έλεγχο» των ντόπιων στην αγορά. Ο έλεγχος της αγοράς είναι το προστατευτικό τείχος που εμποδίζει την υποβάθμιση του χώρου και συνακόλουθα τη συνολική υποβάθμιση του επαγγέλματός τους, γι’ αυτό και αντιδρούν επιθετικά, ζητώντας από την πολιτεία να «προστατεύσει» την ντόπια αγορά, π.χ., από την παρουσία των «ρωσοπόντιων», των Μαύρων και γενικά των ξένων.
Βέβαια, το φαινόμενο της ξενοφοβίας δεν αφορά μόνον τους απλούς ανθρώπους του μόχθου. Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση ξενόφοβων στάσεων και συμπεριφορών διαδραματίζουν επίσης τα νέα μεσαία στρώματα, τα οποία αναπτύσσουν συχνά μια ιδιάζουσα μορφή εχθρότητας απέναντι στους «ξένους», ένα είδος «σωβινισμού των ευημερούντων», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί ο Γερμανίας διανοητής Γίργκεν Χάμπερμας, που υπαγορεύεται από την επιθυμία των χορτάτων να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, απορρίπτοντας κάθε σκέψη ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου.
Στο φαινόμενο της ξενοφοβίας συμφύρονται διάφοροι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, ψυχολογικοί και άλλοι παράγοντες. Συχνά οι άνθρωποι, ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, αναζητούν τρόπους για τη συγκρότηση συλλογικής ταυτότητας (εθνικής, πολιτισμικής, θρησκευτικής κ.λπ.) μέσα από διαδικασίες διαφοροποίησής τους από τους «Αλλους», τους «ξένους», τους «αλλόθρησκους».
Στη χώρα μας η ξενοφοβία αποτελεί σχετικά πρόσφατο φαινόμενο και οφείλεται κυρίως στην αθρόα προσέλευση οικονομικών και πολιτικών προσφύγων, καθώς βρέθηκε τελείως απροετοίμαστη να δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαπούς. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, περίπου, η ξενοφοβία ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα, αφού οι τροχιές των Ελλήνων εργαζομένων και των μεταναστών που ζούσαν στη χώρα σπάνια συναντιόνταν, μια και η ανεργία κυμαινόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και οι θέσεις εργασίας δεν αποτελούσαν ακόμη αντικείμενο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ ντόπιων και ξένων. Οσο ο αριθμός των μεταναστών ήταν περιορισμένος η κοινωνική τους περιθωριοποίηση δεν ήταν τόσο εμφανής, όπως συμβαίνει σήμερα, γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε την παρουσία τους σχετικά αδιάφορα. Πράγματι, στη χώρα μας μέχρι πριν από λίγα χρόνια τόσο η έννοια της ξενοφοβίας όσο και αυτή του ρατσισμού ήταν άγνωστες στο ευρύ κοινό.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν υπήρξαν στο παρελθόν φαινόμενα ξενοφοβίας στην Ελλάδα δεν οφείλεται βέβαια, όπως ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν, στην ιδιοσυστασία του Ελληνα, αλλά στην έλλειψη εξωτερικών ερεθισμάτων. Οσο οι ξένοι επισκέπτονταν την Ελλάδα με την ιδιότητα του τουρίστα, προερχόμενοι στη συντριπτική τους πλειονότητα από τις ευημερούσες χώρες της Δύσης, όχι μόνον ήταν ευπρόσδεκτοι αλλά και αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού, καθώς οι περισσότεροι Ελληνες ζούσαν ακόμη υπό συνθήκες φτώχειας, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν τους Ευρωπαίους «ανώτερους» (το γνωστό «πάω στην Ευρώπη») και ήθελαν να τους μιμηθούν. Η σχέση των Ελλήνων με τους ξένους άλλαξε άρδην με την άφιξη των μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, και κυρίως από τη γειτονική Αλβανία. Τελευταία, τα πράγματα φαίνεται να αντιστρέφονται, καθώς στη συνείδηση πολλών Ελλήνων το αίσθημα «κατωτερότητας» σε σχέση με τους Ευρωπαίους τείνει να αντικατασταθεί από το αίσθημα «ανωτερότητας» απέναντι στους μετανάστες.
Μέχρι στιγμής ο ρατσισμός δεν φαίνεται να απειλεί την ελληνική κοινωνία, καθότι στερείται ακόμη ιδεολογικής βάσης. Με εξαίρεση ίσως μεμονωμένα στελέχη του συντηρητικού χώρου με ακροδεξιές πολιτικές απόψεις, στη χώρα μας κανένα από τα κόμματα που συμμετέχουν στο Κοινοβούλιο δεν επενδύει στην ξενοφοβία και το ρατσισμό. Ο κίνδυνος, ωστόσο, η ξενοφοβία, που παρατηρείται τελευταία σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα να μετεξελιχθεί στο εγγύς μέλλον σε ανοιχτή ρατσιστική συμπεριφορά με θύματα τους ξένους είναι πράγματι υπαρκτός, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα από την πολιτεία. Η αναγκαιότητα να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της ξενοφοβίας δεν αφορά μόνον τα θύματα. Το σύνδρομο της ξενοφοβίας, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, απειλεί μακροπρόθεσμα με ρήξη τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Ασκήσεις
Να μελετήσετε το κείμενο και να βρείτε λέξεις φράσεις που θεωρείτε ότι σχετίζονται με το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής.
Το παραπάνω κείμενο σε ποιο άλλο μάθημα θα μπορούσε να διδαχθεί;
Η έννοια της «ξενοφοβίας» είναι κατά κάποιον τρόπο παραπλανητική, καθώς υποδηλώνει την απόρριψη κάθε «ξένου», ενώ στην ουσία τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το φαινόμενο της ξενοφοβίας, όπως αυτό εκδηλώνεται σήμερα στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν αφορά γενικά και αόριστα τους ξένους, αλλά τους μετανάστες και πιο συγκεκριμένα τους οικονομικούς και πολιτικούς πρόσφυγες που προέρχονται κυρίως από τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Οι Αμερικανοί, ως παράδειγμα, που ζουν στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες είναι επίσης ξένοι, κανείς ωστόσο δεν διανοήθηκε να τους αντιμετωπίσει εχθρικά ή να τους απορρίψει για φυλετικούς ή/και πολιτισμικούς λόγους, εκτός βέβαια και αν ανήκουν στην κατηγορία των Μαύρων… Είναι, λοιπόν, «ηλίου φαεινότερον» ότι η ξενοφοβία αφορά κοινωνικές ομάδες ανθρώπων που θεωρούνται από τους ντόπιους υποδεέστεροι, καθώς οι εθνικές και πολιτιστικές τους παραδόσεις και συνήθειες διαφέρουν από τις δικές τους. Τους χρεώνουν συχνά έλλειψη προσαρμοστικότητας, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών, λόγω των ιδιαίτερα περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων τους, είναι εξαναγκασμένο εκ των πραγμάτων να ζει στο περιθώριο. Με λίγες εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν άλλωστε και τον κανόνα, οι μετανάστες έχουν πολύ λίγες πιθανότητες κοινωνικής ανέλιξης. Καταλήγουν αναγκαστικά στην γκετοποίηση, καθώς για οικονομικούς κυρίως λόγους συγκεντρώνονται συνήθως στις υποβαθμισμένες περιοχές των βιομηχανικών κέντρων, όπου και ζουν απομονωμένοι από την κοινωνία των ντόπιων. Θέλοντας να αντισταθμίσουν την κοινωνική και πολιτιστική τους απομόνωση, αλλά και να ενισχύσουν τους εθνικούς δεσμούς μεταξύ τους, οι μετανάστες αναπτύσσουν συχνά τη συνείδηση της ξεχωριστής κοινωνικής ομάδας, καλλιεργούν με ιδιαίτερο ζήλο τα δικά τους ήθη και έθιμα, γεγονός που τους εμποδίζει να ενσωματωθούν κοινωνικά. Τροφοδοτούν έτσι, με τον τρόπο αυτό, άθελά τους τις προκαταλήψεις των ντόπιων, οι οποίες με τον καιρό και λόγω της έλλειψης ουσιαστικής επαφής και επικοινωνίας, εξελίσσονται σε απροκάλυπτη εχθρότητα και ρατσιστική βία εναντίον των ξένων.
Η ξενοφοβία στο βαθμό που μαζικοποιείται, λειτουργεί αναπόδραστα ως προθάλαμος του ρατσισμού. Αναφέρεται συχνά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας καθώς και από τους διάφορους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς ότι τα αίτια της ξενοφοβίας είναι κυρίως οικονομικά. Είναι αλήθεια πως η οικονομική κρίση, και πιο συγκεκριμένα η ανεργία που πλήττει τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και όχι μόνον αυτές, έπαιξε και συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ξενοφοβίας, δεν αποτελεί ωστόσο τη μοναδική αιτία. Υπάρχουν και άλλοι εξίσου σημαντικοί, αν όχι σημαντικότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της ξενοφοβίας. Αποφασιστικής σημασίας, σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια κλίματος ξενοφοβίας και εχθρότητας, είναι ο τρόπος με τον οποίο η πολιτεία αντιμετωπίζει στο θεσμικό επίπεδο την παρουσία των ξένων, των μεταναστών. Η εμμονή, π.χ., των γερμανικών αρχών στην άποψη ότι η Γερμανία δεν αποτελεί χώρα μόνιμης εγκατάστασης μεταναστών και η μη εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες, τουλάχιστον στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης, είχαν αποτέλεσμα την κοινωνική και πολιτική γκετοποίηση ορισμένων εθνικών μειονοτήτων που ζουν στη χώρα, όπως οι Ασιάτες, οι Αφρικανοί και γενικά οι άνθρωποι που προέρχονται από τις φτωχές χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου.
Φαινόμενα ξενοφοβίας εμφανίζονται, επίσης, σε εποχές γενικευμένης κοινωνικής κρίσης. Τότε, η ύπαρξη μειονοτικών ομάδων λειτουργεί ως μηχανισμός εκτόνωσης. Οι ντόπιοι προσδίδουν στα μειονοτικά άτομα ιδιότητες που μπορεί να είναι πραγματικές ή και φανταστικές, τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό τους από το κοινωνικό σύνολο. Με άλλα λόγια, δεν είναι η παρουσία των «ξένων» που προκαλεί τις ξενόφοβες συμπεριφορές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η παρουσία τους σε μια συγκεκριμένη χώρα, καθώς και οι συνήθειές τους βιώνονται από τους ντόπιους. Με την έννοια αυτή η ξενοφοβία αποτελεί συνάρτηση των κατασκευών τού «Εμείς» και των «Αλλων», οι οποίες και προσδιορίζουν σε τελευταία ανάλυση τον τρόπο με τον οποίο το «Αλλο» βιώνεται ως ξένο και απορρίπτεται. Ως γνωστόν, κάτι που προκαλεί την αίσθηση του άγνωστου, του ξένου, αντιμετωπίζεται συνήθως ως οιονεί απειλή, γι’ αυτό και απορρίπτεται, καθότι προκαλεί ανασφάλεια και κατ’ επέκταση φόβο.
Οι «ξένοι» αντιμετωπίζονται από τους ντόπιους εργάτες ως ανταγωνιστές που απειλούν την κοινωνική τους ασφάλεια. Θύματα και οι ίδιοι του καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» της κοινωνίας, αντί να στραφούν ενάντια στους πραγματικούς υπαίτιους της κοινωνικής τους υποβάθμισης, ψάχνουν για «αποδιοπομπαίους τράγους», τους οποίους και «ανακαλύπτουν» τελικά στο πρόσωπο των μεταναστών. Ετσι, οι ξένοι πλανόδιοι μικροπωλητές στους δρόμους των πόλεών μας αντιμετωπίζονται συχνά ως πρόκληση και απειλή από τους ντόπιους μικροεπιχειρηματίες. Αν και τα εμπορεύματά τους δεν αποτελούν στην ουσία ανταγωνιστικά προϊόντα, θέτουν ωστόσο σε κίνδυνο το «συμβολικό έλεγχο» των ντόπιων στην αγορά. Ο έλεγχος της αγοράς είναι το προστατευτικό τείχος που εμποδίζει την υποβάθμιση του χώρου και συνακόλουθα τη συνολική υποβάθμιση του επαγγέλματός τους, γι’ αυτό και αντιδρούν επιθετικά, ζητώντας από την πολιτεία να «προστατεύσει» την ντόπια αγορά, π.χ., από την παρουσία των «ρωσοπόντιων», των Μαύρων και γενικά των ξένων.
Βέβαια, το φαινόμενο της ξενοφοβίας δεν αφορά μόνον τους απλούς ανθρώπους του μόχθου. Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση ξενόφοβων στάσεων και συμπεριφορών διαδραματίζουν επίσης τα νέα μεσαία στρώματα, τα οποία αναπτύσσουν συχνά μια ιδιάζουσα μορφή εχθρότητας απέναντι στους «ξένους», ένα είδος «σωβινισμού των ευημερούντων», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί ο Γερμανίας διανοητής Γίργκεν Χάμπερμας, που υπαγορεύεται από την επιθυμία των χορτάτων να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, απορρίπτοντας κάθε σκέψη ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου.
Στο φαινόμενο της ξενοφοβίας συμφύρονται διάφοροι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, ψυχολογικοί και άλλοι παράγοντες. Συχνά οι άνθρωποι, ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, αναζητούν τρόπους για τη συγκρότηση συλλογικής ταυτότητας (εθνικής, πολιτισμικής, θρησκευτικής κ.λπ.) μέσα από διαδικασίες διαφοροποίησής τους από τους «Αλλους», τους «ξένους», τους «αλλόθρησκους».
Στη χώρα μας η ξενοφοβία αποτελεί σχετικά πρόσφατο φαινόμενο και οφείλεται κυρίως στην αθρόα προσέλευση οικονομικών και πολιτικών προσφύγων, καθώς βρέθηκε τελείως απροετοίμαστη να δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαπούς. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, περίπου, η ξενοφοβία ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα, αφού οι τροχιές των Ελλήνων εργαζομένων και των μεταναστών που ζούσαν στη χώρα σπάνια συναντιόνταν, μια και η ανεργία κυμαινόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και οι θέσεις εργασίας δεν αποτελούσαν ακόμη αντικείμενο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ ντόπιων και ξένων. Οσο ο αριθμός των μεταναστών ήταν περιορισμένος η κοινωνική τους περιθωριοποίηση δεν ήταν τόσο εμφανής, όπως συμβαίνει σήμερα, γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε την παρουσία τους σχετικά αδιάφορα. Πράγματι, στη χώρα μας μέχρι πριν από λίγα χρόνια τόσο η έννοια της ξενοφοβίας όσο και αυτή του ρατσισμού ήταν άγνωστες στο ευρύ κοινό.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν υπήρξαν στο παρελθόν φαινόμενα ξενοφοβίας στην Ελλάδα δεν οφείλεται βέβαια, όπως ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν, στην ιδιοσυστασία του Ελληνα, αλλά στην έλλειψη εξωτερικών ερεθισμάτων. Οσο οι ξένοι επισκέπτονταν την Ελλάδα με την ιδιότητα του τουρίστα, προερχόμενοι στη συντριπτική τους πλειονότητα από τις ευημερούσες χώρες της Δύσης, όχι μόνον ήταν ευπρόσδεκτοι αλλά και αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού, καθώς οι περισσότεροι Ελληνες ζούσαν ακόμη υπό συνθήκες φτώχειας, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν τους Ευρωπαίους «ανώτερους» (το γνωστό «πάω στην Ευρώπη») και ήθελαν να τους μιμηθούν. Η σχέση των Ελλήνων με τους ξένους άλλαξε άρδην με την άφιξη των μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, και κυρίως από τη γειτονική Αλβανία. Τελευταία, τα πράγματα φαίνεται να αντιστρέφονται, καθώς στη συνείδηση πολλών Ελλήνων το αίσθημα «κατωτερότητας» σε σχέση με τους Ευρωπαίους τείνει να αντικατασταθεί από το αίσθημα «ανωτερότητας» απέναντι στους μετανάστες.
Μέχρι στιγμής ο ρατσισμός δεν φαίνεται να απειλεί την ελληνική κοινωνία, καθότι στερείται ακόμη ιδεολογικής βάσης. Με εξαίρεση ίσως μεμονωμένα στελέχη του συντηρητικού χώρου με ακροδεξιές πολιτικές απόψεις, στη χώρα μας κανένα από τα κόμματα που συμμετέχουν στο Κοινοβούλιο δεν επενδύει στην ξενοφοβία και το ρατσισμό. Ο κίνδυνος, ωστόσο, η ξενοφοβία, που παρατηρείται τελευταία σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα να μετεξελιχθεί στο εγγύς μέλλον σε ανοιχτή ρατσιστική συμπεριφορά με θύματα τους ξένους είναι πράγματι υπαρκτός, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα από την πολιτεία. Η αναγκαιότητα να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της ξενοφοβίας δεν αφορά μόνον τα θύματα. Το σύνδρομο της ξενοφοβίας, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, απειλεί μακροπρόθεσμα με ρήξη τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Ζ. Παπαδημητρίου
Ασκήσεις
http://eclass.sch.gr/modules/exercise/exercise_submit.php?course=G706113&exerciseId=22939
http://eclass.sch.gr/modules/exercise/exercise_submit.php?course=G706113&exerciseId=23042
http://eclass.sch.gr/modules/exercise/exercise_submit.php?course=G706113&exerciseId=23064
Εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης
http://eclass.sch.gr/modules/exercise/exercise_submit.php?course=G706113&exerciseId=23495