Της Πάργας
Το τραγούδι αυτό ανήκει στην κατηγορία των ιστορικών δημοτικών τραγουδιών. Η Πάργα από τις αρχές του 15ου αι. βρισκόταν κάτω από βενετσιάνικη διοίκηση. Μετά την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα, παραχωρήθηκε στη Γαλλία (συνθήκη Καμποφόρμιο, 1797) μαζί με τα Επτάνησα. Το 1799 ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων κυριεύει τις γαλλικές κτήσεις στα παράλια του Ιονίου (Πρέβεζα, Βόνιτσα) και απειλεί την Πάργα. Οι κάτοικοί της αρνήθηκαν να παραδοθούν και ζήτησαν την προστασία της Ρωσίας «απειλώντας να σφάξουν όλα τα γυναικόπαιδα και να αμυνθούν ως τον ένα». Κατά τη διάρκεια των αγώνων του Σουλίου η Πάργα αποτελούσε κέντρο ανεφοδιασμού και καταφύγιο των Σουλιωτών. Το 1814, μετά την ήττα του Ναπολέοντα, οι νικήτριες δυνάμεις την παραχώρησαν στους Άγγλους, οι οποίοι ύστερα από λίγο (1817) την πούλησαν στον Αλή Πασά. Η παράδοσή της πραγματοποιήθηκε στις 28 Απριλίου 1819. Λίγο πριν από την επίσημη παράδοση ανέσκαψαν τους τάφους, συγκέντρωσαν τα οστά των προγόνων τους και αφού τα έκαψαν στην αγορά, για να τα γλιτώσουν από τη βεβήλωση, κατέφυγαν στην Κέρκυρα παίρνοντας μαζί τους την τέφρα, τις εικόνες και τα ιερά των εκκλησιών. Σ’ αυτό το τελευταίο περιστατικό αναφέρεται το δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί.
Τρία πουλιά απ’ την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες, τους Αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν».
[Ν. Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού]
Αϊ-Γιαννάκης: όρμος στ’ ανατολικά της Πάργας.
ασκέρι: στράτευμα
άσπρα: ασημένια νομίσματα, γενικά τα χρήματα.
άστε: αφήστε.
κιβούρι: τάφος.
Λιάπηδες: Εξισλαμισμένοι Αλβανοί, κάτοικοι της Λιαπουριάς της ΝΔ Αλβανίας∙ ομάδες αυτών εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ν. Ελλάδας κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.
«Τρία πουλιά απ’ την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει:»
Ο ερχομός των πουλιών από την Πρέβεζα δίνει από την αρχή κιόλας του τραγουδιού έναν αρνητικό χαρακτήρα, καθώς η Πρέβεζα είχε καταληφθεί από τον Αλή Πασά ήδη από το 1798, κι είχε υποστεί την καταστροφική δράση των στρατευμάτων του. Η λεηλασία της Πρέβεζας, που αποτελούσε μια οδυνηρή μνήμη, λειτουργεί ως δυσοίωνος συσχετισμός για την τύχη της Πάργας.
Η αναφορά στα τρία πουλιά υπακούει στο σύνηθες για τη δημοτική ποίηση μοτίβο των τριών, ενώ η ικανότητά τους να μιλούν συνιστά έκφανση του παμψυχισμού που διακρίνει την πλειονότητα αυτών των τραγουδιών∙ όλα δηλαδή τα άψυχα (βουνά, ποτάμια, δέντρα κτλ.) αποκτούν φωνή και συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες οντότητες. Τα πουλιά αποκτούν έτσι όχι μόνο ανθρώπινες ιδιότητες, αλλά και ακριβή γνώση των όσων συμβαίνουν, και πολύ περισσότερο συμμετέχουν στη θρηνητική διάθεση του λαού.
Η παρουσίαση των πουλιών ακολουθεί μια κλιμάκωση, υπό την έννοια πως το πρώτο κοιτάζει προς την ξενιτιά, προς την Κέρκυρα πιθανώς, όπου και είχαν συμφωνήσει να μεταφερθούν οι κάτοικοι της Πάργας∙ το δεύτερο προς τον Αϊ-Γιαννάκη, προς ό,τι θα αναγκαστούν με πόνο να εγκαταλείψουν οι Παργινοί, ενώ το τρίτο, το οποίο είναι κατάμαυρο, και συμβολίζει έτσι την τραγικότητα της κατάστασης, αναλαμβάνει να μοιρολογήσει την πατρίδα που χάνεται, και να εκφράσει τον πόνο των ανθρώπων της.
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.»
Το μοιρολόγι του πουλιού και ο πόνος που εκφράζεται μέσω αυτού, δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που πληγώνει περισσότερο τους ανθρώπους εκείνη τη στιγμή, στο γεγονός δηλαδή πως η πόλη τους δεν κατακτήθηκε με τη δύναμη των όπλων, αλλά πουλήθηκε. Οι Τούρκοι που έρχονται, οι Τούρκοι που τριγυρίζουν την Πάργα, δεν έρχονται για να πολεμήσουν τους ηρωικούς υπερασπιστές της, έρχονται να παραλάβουν μια πόλη που τους παραδόθηκε με προδοσία, με δόλιο τρόπο. Οι Παργινοί δεν έχουν καν την ευκαιρία να αγωνιστούν για την πατρίδα τους∙ εμπιστεύτηκαν τους Άγγλους κι εκείνοι τους πρόδωσαν για να εισπράξουν χρήματα από τον Αλή Πασά.
Κι είναι αυτή η προδοσία των Άγγλων που καθιστά την απώλεια της πατρίδας ακόμη πιο επώδυνη, καθώς αν την είχαν χάσει πολεμώντας μ’ έναν μεγάλο και δυνατό στρατό, θα είχαν τουλάχιστον την παρηγοριά πως έκαναν ό,τι μπορούσαν, πως έθεσαν τη ζωή τους στην υπηρεσία της πατρίδας τους. Τώρα όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά∙ τώρα πρέπει να υπομείνουν την ταπείνωση και την αγανάκτηση που τους προκαλεί ο πλάγιος και άνανδρος τρόπος με τον οποίο ο εχθρός τους έλαβε την κυριότητα της πόλης.
«Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.»
Το μοιρολόι περνά πλέον στον έπαινο των κατοίκων της Πάργας, οι οποίοι απέδειξαν πολλές φορές την ανδρεία και την πολεμική τους ικανότητα, όταν ήρθαν σε απευθείας αναμέτρηση με τους εχθρούς τους. Οι Τούρκοι έτρεμαν τα όπλα και τις σφαίρες των Παργινών, κι οι Λιάπηδες που πολεμούσαν για λογαριασμό των Τούρκων, δεν ήθελαν καν να βρεθούν αντιμέτωποι με τους δεινούς αγωνιστές της Πάργας.
Οι άντρες της Πάργας ήταν λεβέντες, αλλά και οι γυναίκες διακρίνονταν για τη γενναιότητά τους, κάτι που το είχαν αποδείξει πολεμώντας στο πλευρό των αντρών της πόλης. Κι ήταν τέτοια η ανδρεία και τέτοιο το θάρρος των ανθρώπων της Πάργας, ώστε τρέφονταν με βόλια και μπαρούτι. Χαρακτηριστικό εδώτο θέμα του αδυνάτου, που χρησιμοποιείται στη δημοτική ποίηση για να παρουσιάσει εμφατικά μια ιδιότητα ή μια κατάσταση.
Ο δίκαιος αυτός έπαινος έρχεται να φανερώσει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την αγανάκτηση και την οδύνη των Παργινών, οι οποίοι μπορούσαν -και το είχαν αποδείξει πολλές φορές- να αντιμετωπίσουν το στρατό του Αλή Πασά, μπορούσαν να υπερασπιστούν την ελευθερία τους και την πατρίδα τους, αν η αναμέτρηση γινόταν στο πεδίο της μάχης. Αυτό, άλλωστε, το γνώριζε καλά και ο Αλή Πασάς, γι’ αυτό και κατέφυγε σ’ αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να αποκτήσει την Πάργα.
«Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.»
Η προδοσία που τους στερεί την πατρίδα τους∙ ο ύπουλος τρόπος με τον οποίο κινήθηκε ο Αλή Πασάς, επισκιάζει προς στιγμήν ακόμη και τον καθαυτό πόνο για την απώλεια της πόλης τους. Ό,τι κυριαρχεί εδώ είναι η οργή, η αγανάκτηση και η αίσθηση της κατάφωρης αδικίας. Βιώνουν, μάλιστα, και αντικρίζουν αυτή την προδοσία ως ένα γεγονός τέτοιας βαρύτητας, που επιτρέπει ακόμη και τον παραλληλισμό με την προδοσία που γνώρισε ο Χριστός, όταν για τριάντα αργύρια ο Ιούδας οδήγησε τους στρατιώτες του Καϊάφα στη σύλληψή του.
Ο στίχος αυτός εμπεριέχει ένα σαφές μήνυμα για τη δύναμη των χρημάτων να διαφθείρουν τους ανθρώπους και να τους οδηγούν σε πράξεις που υπονομεύουν κάθε έννοια σεβασμού και τιμής. Όπως ο Ιούδας πρόδωσε τον ιερό δάσκαλό του, έτσι και οι Άγγλοι, παρά τις διαβεβαιώσεις και παρά τις συμφωνίες που είχαν κάνει με τους Παργινούς, δε διστάζουν στο όνομα του κέρδους να οδηγήσουν χιλιάδες ανθρώπους μακριά από την πατρίδα τους.
«Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες, τους Αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν».
Στο κλείσιμο του τραγουδιού, κι αφού έχει προηγουμένως δοθεί με κάθε έμφαση η προδοσία που υπέστησαν οι Παργινοί, έχουμε το πέρασμα σε όσα πρέπει να γίνουν τώρα προκειμένου να ολοκληρωθεί η αποχώρησή τους από την πόλη. Όσο κι αν υπήρξε επώδυνη η δόλια στάση των Άγγλων, όσο κι αν υποφέρουν για την απώλεια της πατρίδας τους, οφείλουν να συνεχίσουν την πορεία τους, οφείλουν να διασφαλίσουν όσα πολύτιμα μπορούν από το βέβηλο χέρι των Τούρκων.
Έτσι, οι μανάδες καλούνται να πάρουν μαζί τους τα μικρά παιδιά, κι οι ιερείς τις εικόνες των Αγίων, ενώ οι νέοι άντρες της πόλης πρέπει να αφήσουν για λίγο τα όπλα τους και να μεριμνήσουν για τα οστά των γονιών και των προγόνων τους. Οι νέοι καλούνται να σκάψουν βαθιά όλους τους τάφους της οικογένειάς τους και να ξεθάψουν τα ανδρειωμένα και ένδοξα κόκαλα των προγόνων τους, που με τους αγώνες τους διαφύλαξαν για αιώνες την ελευθερία της Πάργας. Οι ανδρείοι αυτοί πρόγονοι, που δεν προσκύνησαν ποτέ τους Τούρκους, που δεν γνώρισαν ποτέ αυτό τον ατιμασμό, όσο ζούσαν, πρέπει να διασωθούν από την ανόσια έλευση των Τούρκων. Τα οστά τους έπρεπε να καούν, ώστε οι Παργινοί να μπορέσουν να πάρουν μαζί τους τη στάχτη έστω των προγόνων τους.
Οι άνθρωποι της Πάργας οφείλουν, επομένως, να γλιτώσουν από τη βέβηλη παρουσία των Τούρκων τα ιερά τους κειμήλια και τα οστά των προσφιλών και τιμημένων τους προγόνων. Καθώς γνωρίζουν καλά πως οι ασεβείς Τούρκοι μόλις εισέλθουν στην πόλη θα επιδοθούν σε μια δίχως προηγούμενο καταστροφική λεηλασία∙ ό,τι αποτελούσε μέχρι τότε σημαντικό και ιερό για τους Έλληνες, θα βρεθεί έρμαιο στη μανία των ξένων και αλλόθρησκων κατακτητών.
– Το τραγούδι της Πάργας ακολουθεί ως προς τη σύνθεσή του τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης. Είναι γραμμένο έτσι σε ιαμβικό μέτρο και σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (το πρώτο είναι οκτασύλλαβο, το δεύτερο επτασύλλαβο).
Ο ίαμβος βασίζεται σε δισύλλαβους πόδες, όπου η πρώτη συλλαβή είναι άτονη, ενώ η δεύτερη τονισμένη. Έχουμε, επομένως, το ακόλουθο σχήμα:
«Πάρτε,- μανά– δες, τα– παιδιά,- // παπά-δες, τους– Αγί-ους»
– Στο τραγούδι αυτό, όπως συνηθίζεται στη δημοτική ποίηση, δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία. Ενώ συναντάμε κι εδώ την τάση το δεύτερο ημιστίχιο να επαναλαμβάνει το πρώτο ή να συνιστά νοηματική του αναδίπλωση:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, // Τουρκιά σε τριγυρίζει»
– Οι στίχοι του τραγουδιού εκφράζουν ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα∙ χαρακτηρίζεται δηλαδή ο κάθε στίχος και από συντακτική αυτοτέλεια και από νοηματική πληρότητα:
«Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια»
Τηρείται έτσι η αρχή της ισομετρίας, μιας και κάθε μετρική ενότητα (ημιστίχιο, στίχος ή δίστιχο) περιέχει ένα ολοκληρωμένο νόημα, χωρίς να συναντάμε διασκελισμούς, την ανάγκη δηλαδή μιας ακόμη μετρικής ενότητας για να ολοκληρωθεί το νόημα.
«Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει»
– Έχουμε κι εδώ τα παγιωμένα εκφραστικά μοτίβα της δημοτικής ποίησης: το μοτίβο των τριών, το θέμα του αδυνάτου, τον παμψυχισμό που επιτρέπει την προσωποποίηση κάθε πιθανού όντος.
– Εντοπίζουμε, επίσης, το σχήμα της συνεκδοχής (στο σχήμα αυτό δηλώνεται: το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή, το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο, η ύλη αντί για εκείνο που είναι κατασκευασμένο από αυτή, το όργανο αντί για την ενέργεια που παράγεται ή γίνεται με αυτό):
το παργινό τουφέκι = τους πυροβολισμούς, τις τουφεκιές
Τ’ άσπρα = τα χρήματα
τους Αγίους = τις εικόνες
– Έχουμε ακόμη, παρομοιώσεις: Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί / Είχες λεβέντες σα θεριά, επαναλήψεις: σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά / Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι, υπερβολή: πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
– Η γλώσσα του τραγουδιού είναι ιδιαίτερα δραστική, ζωντανή και παραστατική∙ αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ποιητική έκφραση στηρίζεται κυρίως στην πληθωρική χρήση του ρήματος και του ουσιαστικού.
Read more: http://latistor.blogspot.com/2013/10/blog-post_1803.html#ixzz46DBjN5NR