http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/Didaskontas-Odysseia08.htm
Ερμηνευτικές επισημάνσεις
- Τα αφηγηματικά-περιγραφικά μέρη της Ενότητας εναλλάσσονται με τα διαλογικά: διακρίνονται, τιτλοφορούνται και σχολιάζονται (προτιμότερο) εξελικτικά:
α’. Περιγραφικό (κυρίως) μέρος (165-76/<149-59>): H εικόνα/κατάσταση του Oδυσσέα
H Καλυψώ έσπευσε να συναντήσει τον Οδυσσέα και τον βρήκε στην κατάσταση που μας είναι ήδη γνωστή από το α 16-9/<13-5>, εκτενέστερη όμως και περισσότερο εξηγητική αυτή τη φορά, καθώς μοιράζεται στη ζωή της μέρας και της νύχτας, αλλά και σε μια αποδεκτή ζωή με την Καλυψώ στην αρχή (170/<153>), απροσδιόριστη πάντως χρονικά, και σε μια δύσφορη πολύχρονη έπειτα, χωρίς ακριβή χρονικό προσδιορισμό και αυτή. Αυτές οι δύο πληροφορίες αποτελούν τα μόνα πρόσθετα στοιχεία στην κατά τα άλλα γνωστή μας κατάσταση του Οδυσσέα στην Ωγυγία.
β’. Διαλογικό μέρος (177-211/<160-91>):
Η Καλυψώ δεν αποκαλύπτει στον Οδυσσέα την εντολή του Δία ούτε την επίσκεψη του Ερμή, αλλά με γενναιόδωρη και τρυφερή διάθεση του ανακοινώνει αμέσως ως δική της την απόφαση «να τον κατευοδώσει», τον προτρέπει μάλιστα να αρχίσει αμέσως την κατασκευή σχεδίας και δηλώνει ότι θα του εξασφαλίσει εφόδια για το ταξίδι αλλά όχι και τον βέβαιο νόστο -«αν […] το θελήσουν και οι […] θεοί»- (177-87/<160-70>), για τον οποίο πάντως ο Ερμής δεν είχε αφήσει αμφιβολίες στο ε 127-9/<113-5>). Ο νόστος δεν χαρίζεται στον Οδυσσέα· θα τον κερδίσει με τον αγώνα του.
Ο Οδυσσέας ρίγησε μόλις η Καλυψώ τού ανακοίνωσε την αναπάντεχη απόφασή της. Δικαιολογείται έτσι η δυσπιστία του -για τη δυνατότητα κυρίως πραγματοποίησης του νόστου με μια σχεδία- αλλά και η απαίτηση να του δώσει «τον μέγα όρκο» η θεά ότι δεν έχει κατά νου «άλλο πια κακό» γι’ αυτόν (188-98/<171-9>). H δυσπιστία και η ενεργοποίηση του νου για αναζήτηση λύσης θα χαρακτηρίζουν τον Οδυσσέα στον αγώνα του· είναι ιδιότητες σύμφυτες με τον βασικό χαρακτηρισμό που του αποδίδει ο ποιητής σε τρεις παραλλαγές: πολύτροπος / πολυμήχανος / πολύμητις.
Η Καλυψώ δεν ενοχλήθηκε από την απαίτηση του Οδυσσέα, αντίθετα, του χαμογελάσε, τον χάιδεψε, απέδωσε σε εξυπνάδα και πονηριά τη δυσπιστία του και έδωσε αμέσως τον μεγάλο όρκο των θεών: επικαλούμενη τη μαρτυρία της Γης, του Ουρανού και της Στύγας (= του Άδη), τον διαβεβαίωσε: «αληθινά δεν σκέφτομαι κακό για σένα…» (199-211/<180-91>).
Ο Οδυσσέας δεν χρειάζεται να απαντήσει.
γ’. Αφηγηματικό (κυρίως) μέρος (212-22/<192-202>). Επισημαίνονται: η βουβή επιστροφή στη σπηλιά εφ’ ενός ζυγού, η θέση του Οδυσσέα εκεί όπου πριν λίγο καθόταν ο Ερμής και το δείπνο: ανθρώπινο για τον θνητό, με φροντίδα όμως της ίδιας της θεάς, θεϊκό για την αθάνατη με τις φροντίδες των υπηρετριών της· υπογραμμίζεται έτσι το χάσμα που χωρίζει το ζευγάρι. H σκηνοθεσία αυτή προετοιμάζει τον ανεπανάληπτο διάλογο που ακολουθεί.
δ’. Διαλογική σκηνή (223-48/<203-24>):
Η Καλυψώ κάνει μια ύστατη προσπάθεια να κρατήσει τον Οδυσσέα κοντά της: τον προσφωνεί με τους επίσημους τίτλους του και με το όνομά του (τώρα μόνο) και απορεί (!) με τη βιασύνη του να φύγει, του εύχεται ωστόσο «στο καλό»- αμέσως όμως αραδιάζει τα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να τον κλονίσουν:
• έχει πολλά «να κακοπάθει» πριν φτάσει στην πατρίδα·
• αν μείνει κοντά της, θα κερδίσει την αθανασία·
• κι ούτε μπορεί η Πηνελόπη να της παραβγεί «στην όψη και στο ανάστημα» (223-35/<203-13>).
Ο Οδυσσέας -που εδώ χαρακτηρίζεται «πολύγνωμος» / πολύμητις- αντιπαρέρχεται με ετοιμότητα και ευγένεια το μεγάλο δίλημμα που του όρθωσε η Καλυψώ:
• ούτε τη θεά μειώνει, ούτε η λαχτάρα του για τον νόστο μειώνεται·
• κι αν κάποιος θεός «με χτυπήσει καταμεσής στο […] πέλαγος, θα το υπομείνω»·
• την αθανασία δεν τη συζητά, απορρίπτεται αυτομάτως (236-48/<214-24>).
— Ο Οδυσσέας λοιπόν, «σαν έτοιμος από καιρό» -αφού δυσανασχετούσε με μια μακρόχρονη ζωή χωρίς σκοπό στην Ωγυγία-, είπε «το μεγάλο Όχι», «το σωστό», στη δελεαστική πρόταση της Καλυψώς επιλέγοντας χωρίς δισταγμό τα ανθρώπινα, αυτά που του ανήκουν, γνωρίζοντας τις συνέπειες· ύψωσε έτσι τον «γιδότοπο»/ την αίγίβοτον Ιθάκη (δ <606>) «πιο πάνω από τον Όλυμπο» και επαλήθευσε σ’ όλο του το μέγεθος το ήδη γνωστό μας ήθος του. Αποφάσισε, βέβαια, αυτό που όρισε η μοίρα και καθόρισε ο Δίας, αλλά υπακούοντας σε εσωτερική ανάγκη, ανεπηρέαστος από τις μεγάλες θεϊκές δυνάμεις (πρβλ. την απόφαση του Αχιλλέα να εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του με τίμημα την ίδια του τη ζωή)- αυτό σημαίνει ότι στις κορυφαίες στιγμές τους οι ομηρικοί ήρωες αποφασίζουν ελεύθερα, που σημαίνει υπεύθυνα, γι’ αυτό και τους ανήκει ο έπαινος (ή ο ψόγος, όταν σφάλλουν)- στην εκτέλεσή τους, πάντως, οι ορθές αποφάσεις των ηρώων βρίσκουν θεϊκή συμπαράσταση.
Αυτή η κατάφαση της ανθρώπινης ζωής, με τις ατέλειες και τα βάσανα αλλά και τους αγώνες για το ξεπέρασμά τους, είναι η ανυπέρβλητη αξία της Οδύσσειας· υπογραμμίζει, πάνω απ’ όλα, τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της και μας κάνει να νιώθουμε υπερήφανοι που είμαστε άνθρωποι.
ε’. Αφηγηματικό μέρος (249-51/<225-7>): Με το τρίστιχο αυτό δίνεται λακωνικά το τέλος της μέρας και η τελευταία συνεύρεση, μετά το τελευταίο γεύμα και την τελευταία συνομιλία.
ς’. Αφηγηματικό/περιγραφικό μέρος (252-310/<228-281>): Οι επόμενες 4-5 μέρες της παραμονής του Οδυσσέα κοντά στην Καλυψώ περνούν χωρίς ούτε μία κουβέντα, με ενέργειες όμως πολύ εύγλωττες: πρωί πρωί ντύνονται και ετοιμάζονται για την κατασκευή της σχεδίας. Ο Οδυσσέας εργάζεται ασταμάτητα και η Καλυψώ πηγαινοέρχεται εκδηλώνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον της. Ακολουθεί ο αποχαιρετισμός και το 17ήμερο ακύμαντο ταξίδι του ήρωα.
- H κατασκευή της σχεδίας προσφέρεται να μελετηθεί με βάση τη διαδοχική συμβολή της Καλυψώς, που ορίζει και τις φάσεις της κατασκευής:
α’φάση (258-71/<234-45>): Η Καλυψώ δίνει εργαλεία στον Οδυσσέα (πελέκι και σκεπάρνι), τον οδηγεί στα «δέντρα τα ψηλά» και επιστρέφει στη σπηλιά. Και ο Οδυσσέας κάνει τις ανάλογες εργασίες (κόβει, πελεκάει, ξύνει, αλλά και σταθμίζει).
β’φάση (272-83/<246-57>): «Η Καλυψώ φέρνει τα τρύπανα» και ο Οδυσσέας προχωρεί στις αντίστοιχες εργασίες: τρυπάει και συνταιριάζει τα ξύλα με ξύλινα καρφιά, φτιάχνει μια σχεδία φαρδιά και τελειώνει «την κουβέρτα απλώνοντας μακριές σανίδες». Μπήγει «και το κατάρτι […] στη μέση μ’ αντένα ταιριασμένη», ετοιμάζει «και το τιμόνι», περιφράζει τη σχεδία «με κλωνάρια ιτιάς» και ρίχνει επάνω «φύλλα»/ΰλην (κλαδιά και φύλλα).
γ’φάση (284-8/<258-61>): «Και ξαναφτάνει η Καλυψώ […] με το λινό για τα πανιά» και ο Οδυσσέας «κι αυτά τα μαστορεύει», δένει «τα ξάρτια […] και με φαλάγγια» σέρνει τη σχεδία στη θάλασσα.
Την επόμενη μέρα (12η της Οδύσσειας) η Καλυψώ ετοίμασε τον Οδυσσέα για το ταξίδι του νόστου: τον έλουσε και τον έντυσε η ίδια, τον εφοδίασε με τα αναγκαία, τον συμβούλεψε και τον ξεπροβόδισε με «ούριο άνεμο» (290-6/<263-8> και 304-6/<276-7>), και ο Οδυσσέας «όλος χαρά [… ] σήκωσε τα πανιά, κάθισε στο τιμόνι / και το κυβέρνησε με τέχνη». «Και ποντοπόρησε μέρες δεκαεπτά» άγρυπνος, φροντίζοντας να έχει πάντοτε την (Μεγάλη) Άρκτο «στο ζερβό του χέρι» (και όχι τον Πολικό αστέρα, που αποτελεί ακριβέστερο σημάδι αλλά λιγότερο εμφανές). «Στη δέκατη όγδοη» μέρα (την 29η της Οδύσσειας) είδε από μακριά τα βουνά της Σχερίας (297-310/<269-81>).
- Σκιαγράφηση και αξιολόγηση του ήθους της Καλυψώς και του Οδυσσέα:
Η Καλυψώ την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη συμπεριφέρθηκε με τρυφερότητα και γενναιοδωρία στον αγαπημένο ξένο της· έκανε βέβαια και μια ύστατη προσπάθεια να τον κρατήσει κοντά της ορθώνοντας μπροστά του το κρίσιμο δίλημμα: αθανασία ή Ιθάκη. Από τη στιγμή όμως που άκουσε τη σταθερή απόφαση του Οδυσσέα, του πρόσφερε πρόθυμα ό,τι περνούσε από το χέρι της για την κατασκευή της σχεδίας και το ταξίδι. Εκπλήρωσε έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ερμή (ε 159-61/<143-4>) και στον ίδιο τον Οδυσσέα (182-5/<165-8>) και απέδειξε γνήσια την αγάπη της γι’ αυτόν.
Ο Οδυσσέας, προσηλωμένος με μάτια βουρκωμένα στο πέλαγος χωρίς την ελπίδα του νόστου, αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική απόφαση της θεάς και προς στιγμήν αμφέβαλε για την ειλικρίνειά της, βρήκε όμως αμέσως τη λύση του όρκου και εξασφαλίστηκε· η Καλυψώ τον χαρακτήρισε γι’ αυτό έξυπνο και «πονηρό». Ο ποιητής τον αποκάλεσε πολύμητιν, γιατί χωρίς δισταγμό, αλλά με εξαιρετική διακριτικότητα, απέρριψε τη δελεαστική πρόταση της θεάς και αποφάσισε τον νόστο με τα βάσανα και τους κινδύνους (ένας Οδυσσέας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς δράση, αγώνα, κατορθώματα). Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίστηκε πολύπαθος και καρτερικός. Και από τη στιγμή που αποφασίστηκε ο νόστος του, δούλεψε ασταμάτητα: κατασκεύασε μόνος του μπροστά στα μάτια μας μέσα σε τέσσερις μέρες (289/<262>) μια ολόκληρη σχεδία -ένα πλοιάριο μάλλον με επίπεδη βάση- και χαρούμενος ανοίχτηκε στο πέλαγος για την πατρίδα· και την κυβέρνησε ξάγρυπνος μέρες δεκαεπτά με τη (Μεγάλη) Άρκτο «στο ζερβό του χέρι». Έδειξε έτσι, εκτός από τη λαχτάρα του νόστου, και τις ναυπηγικές και ναυτικές γνώσεις και ικανότητές του.
- Στην Ενότητα αυτή συνεχίζεται η 7η μέρα της Οδύσσειαςκαι αρχίζει η 8η με την κατασκευή της σχεδίας, αλλά στη συνέχεια χωρίς να δηλώνεται δύση, ύπνος ή άλλη ανατολή, όπως μας έχει συνηθίσει ως τώρα ο ποιητής, αναλώνονται αρκετές μέρες με αριθμητική μόνο αναφορά: «είχε πια συμπληρώσει μέρες τέσσερις» (289/<262>), «και ποντοπόρησε μέρες δεκαεπτά» (307/<278>). Αν εξαιρέσουμε την πρώτη μέρα από τις 4 και την πρώτη από τις 17, οι υπόλοιπες 19 μέρες περνούν «”άδειες” από αφηγηματική ύλη».
Δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να συζητηθεί η σχέση αφήγησης-χρόνου: Ο αφηγηματικός χρόνος σε μια διαλογική σκηνή είναι σχεδόν ίσος με τον πραγματικό χρόνο. Στην περιγραφική αφήγηση όμως υπάρχουν περιπτώσεις που ο χρόνος διαρκεί ελάχιστα σε σχέση με τον πραγματικό, όπως π.χ. στις τρεις από τις τέσσερις μέρες της κατασκευής της σχεδίας (στ. 289/<262>) και στις 16 από τις 17 του ταξιδιού (στ. 307/<278>), που δεν έχουν κανένα αφηγηματικό περιεχόμενο, ή στον χρόνο του γεύματος που συνοψίζεται σε έναν μόνο στίχο (220/<200>). Στις περιπτώσεις αυτές η αφήγηση συστέλλει τον χρόνο (διατρέχει χρόνο πολύ με αριθμητική κυρίως αναφορά ή με αφαίρεση), όπως σε άλλες τον διαστέλλει (εντάσσει εκτενή αφηγηματική ύλη σε μικρό χρονικό διάστημα, στη δεύτερη νύχτα της Σχερίας, π.χ., με τους «Άττολόγους»).
H Ενότητα κλείνει με την αρχή της 18ης μέρας του ταξιδιού (της 29ης από την αρχή της Οδύσσειας), «όταν πήραν να φαίνονται […] της Φαιακίδας τα βουνά» (307-9/<279-80>), όταν δηλαδή έφτανε ο Οδυσσέας στο τέλος σχεδόν του προγραμματισμένου από τον Δία εικοσαήμερου ταξιδιού του, δεν έχει όμως ακόμα περάσει τα επίσης προγραμματισμένα πάθη (ε38-9/<33-4>)- θα τα περάσει στις τρεις μέρες που απομένουν.
Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία
- Η ιδιοτυπία του επεισοδίου της Καλυψώς
«Μέσα στις δεκάχρονες περιπλανήσεις του Οδυσσέα το επεισόδιο της Καλυψώς κατέχει μια πολύ ιδιότυπη θέση. Ενώ δηλαδή διαρκεί κάτι περισσότερο από εφτά χρόνια, δεν έχει κανένα συγκεκριμένο αφηγηματικό περιεχόμενο. Οι στίχοι α 48-57, δ 556-560, ε 147-159, η 244-260, μ 447-450 και ψ 333-337 επαναλαμβάνουν στην ουσία τους στίχους α 13-15, επισημαίνουν δηλαδή τον ανασταλτικό χαρακτήρα του επεισοδίου, δεν το τροφοδοτούν όμως με αφηγηματικά στοιχεία ικανά να γεμίσουν τον μεγάλο χώρο του. Από την άποψη αυτή το επεισόδιο της Καλυψώς διαφέρει ριζικά από τις άλλες περιπέτειες του Οδυσσέα, που συμβαίνουν στα πρώτα δύο χρόνια της περιπλάνησης του. Γιατί τα επεισόδια εκείνα, που τα υπαινίσσεται ο ποιητής στο προοίμιο του έπους και τα αναπτύσσει ο ίδιος ο ήρωας μπροστά στους Φαίακες στις ραψωδίες ι-μ, περιέχουν συγκεκριμένα περιστατικά, που συσσωρεύονται δυναμικά το ένα επάνω στο άλλο. Αντίθετα, η καθήλωση του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς δεν έχει καν τα εξωτερικά τυπικά στοιχεία μιας περιπέτειας· αντιστοιχεί σε μια κατάσταση, ή καλύτερα σε μια στάση, όπου αντί για δράση έχουμε αδράνεια και αντί για κίνηση ακινησία.» Όμως «την έλλειψη εξωτερικής δράσης την υποκαθιστά η εσωτερική ένταση του επεισοδίου.»
(Μαρωνίτης 1, σσ. 105 και 147, σημ. 62, Γ).
- Ανθρώπινη βούληση και θεϊκό σχέδιο συνάπτονται
α. «Φαίνεται, λοιπόν, πως έχουμε εδώ να κάνουμε με μια κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία η αφετηρία σημαντικών εξελίξεων πρέπει να ανάγεται τόσο στους θεούς όσο και στους ανθρώπους. Η απόφαση των θεών συνιστά το ευρύτερο αντικειμενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η ανθρώπινη βούληση εκδηλώνεται “ελεύθερα” και στοιχίζεται με τρόπο αυτόνομο με την επιταγή των θεών.»
(Schadewaldt, βλ. Επιστροφή, σ. 229, Γ’).
β. «Ανθρώπινη βούληση και θεϊκό σχέδιο βρίσκονται μάλλον τελείως το ένα μέσα στο άλλο· έχουν μια τέτοια εσωτερική σύνδεση, ώστε κάθε χωρισμός τους σύμφωνα με λογικές σκέψεις διασπά καίρια την ενότητα αυτού του κόσμου.»
(Lesky, σ. 125, Α’).
- Σκιαγράφηση και αξιολόγηση του ήθους της Καλυψώς και του Οδυσσέα:
Η Καλυψώ συμπεριφέρθηκε με τρυφερότητα και γενναιοδωρία στον αγαπημένο ξένο της· έκανε βέβαια και μια ύστατη προσπάθεια να τον κρατήσει κοντά της ορθώνοντας μπροστά του το κρίσιμο δίλημμα: αθανασία ή Ιθάκη. Από τη στιγμή όμως που άκουσε τη σταθερή απόφαση του Οδυσσέα, του πρόσφερε πρόθυμα ό,τι περνούσε από το χέρι της για την κατασκευή της σχεδίας και το ταξίδι. Εκπλήρωσε έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ερμή (ε 159-61/<143-4>) και στον ίδιο τον Οδυσσέα (182-5/<165-8>) και απέδειξε γνήσια την αγάπη της γι’ αυτόν.
Ο Οδυσσέας, προσηλωμένος με μάτια βουρκωμένα στο πέλαγος χωρίς την ελπίδα του νόστου, αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική απόφαση της θεάς και προς στιγμήν αμφέβαλε για την ειλικρίνειά της, βρήκε όμως αμέσως τη λύση του όρκου και εξασφαλίστηκε· η Καλυψώ τον χαρακτήρισε γι’ αυτό έξυπνο και «πονηρό». Ο ποιητής τον αποκάλεσε πολύμητιν, γιατί χωρίς δισταγμό, αλλά με εξαιρετική διακριτικότητα, απέρριψε τη δελεαστική πρόταση της θεάς και αποφάσισε τον νόστο με τα βάσανα και τους κινδύνους (ένας Οδυσσέας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς δράση, αγώνα, κατορθώματα). Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίστηκε πολύπαθος και καρτερικός. Και από τη στιγμή που αποφασίστηκε ο νόστος του, δούλεψε ασταμάτητα: κατασκεύασε μόνος του μπροστά στα μάτια μας μέσα σε τέσσερις μέρες (289/<262>) μια ολόκληρη σχεδία· ένα πλοιάριο μάλλον με επίπεδη βάση· και χαρούμενος ανοίχτηκε στο πέλαγος για την πατρίδα· και την κυβέρνησε ξάγρυπνος μέρες δεκαεπτά με τη (Μεγάλη) Άρκτο «στο ζερβό του χέρι». Έδειξε έτσι, εκτός από τη λαχτάρα του νόστου, και τις ναυπηγικές και ναυτικές γνώσεις και ικανότητες του.